υπέρφρων: Difference between revisions

From LSJ

τους φίλους λόγων τέχναιν επαίδευσας → Using 2 artifices, you educated (taught) those who love rhetoric.

Source
(43)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> πολύ [[υπερήφανος]], [[αγέρωχος]] («τῶν φρονημάτων ὁ [[Ζεὺς]] κολαστὴς τῶν [[ἄγαν]] ὑπερφρόνων», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> [[γενναιόψυχος]], υψηλόφρονας·3. <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ υπέρφρον</i><br />[[γενναιοφροσύνη]]<br /><b>4.</b> (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) <i>ὑπέρφρονα</i><br />πολύ υπερήφανα, αλαζονικά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπερ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>φρων</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φρήν]], <i>φρενός</i>), <b>πρβλ.</b> <i>πρό</i>-<i>φρων</i>].
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> πολύ [[υπερήφανος]], [[αγέρωχος]] («τῶν φρονημάτων ὁ [[Ζεὺς]] κολαστὴς τῶν [[ἄγαν]] ὑπερφρόνων», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> [[γενναιόψυχος]], υψηλόφρονας·3. <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ υπέρφρον</i><br />[[γενναιοφροσύνη]]<br /><b>4.</b> (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) <i>ὑπέρφρονα</i><br />πολύ υπερήφανα, αλαζονικά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπερ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>φρων</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φρήν]], <i>φρενός</i>), [[πρβλ]]. [[πρόφρων]]].
}}
}}

Latest revision as of 12:00, 10 May 2023

Greek Monolingual

-ον, Α
1. πολύ υπερήφανος, αγέρωχος («τῶν φρονημάτων ὁ Ζεὺς κολαστὴς τῶν ἄγαν ὑπερφρόνων», Ευρ.)
2. γενναιόψυχος, υψηλόφρονας·3. το ουδ. ως ουσ. τὸ υπέρφρον
γενναιοφροσύνη
4. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) ὑπέρφρονα
πολύ υπερήφανα, αλαζονικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + -φρων (< φρήν, φρενός), πρβλ. πρόφρων].