χοντροπόδαρος: Difference between revisions
From LSJ
οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters
(46) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο, θηλ. χοντροπόδαρη και χοντροποδαρούσα, Ν<br />αυτός που έχει χοντρά πόδια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>χοντρ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>πόδαρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ποδάρι]]), | |mltxt=ο, θηλ. χοντροπόδαρη και χοντροποδαρούσα, Ν<br />αυτός που έχει χοντρά πόδια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>χοντρ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>πόδαρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ποδάρι]]), [[πρβλ]]. [[στραβοπόδαρος]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 12:10, 10 May 2023
Greek Monolingual
ο, θηλ. χοντροπόδαρη και χοντροποδαρούσα, Ν
αυτός που έχει χοντρά πόδια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χοντρ(ο)- + -πόδαρος (< ποδάρι), πρβλ. στραβοπόδαρος].