ταλάντευση: Difference between revisions

From LSJ

Βίος κέκληται δ' ὡς βίᾳ πορίζεται → Vi quia paratur vita, vita dicitur → Weil's auf gewaltsamem Streben beruht, heißt's Lebensgut

Menander, Monostichoi, 66
(40)
 
mNo edit summary
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η / ταλάντευσις, -εύσεως, ΝΜ [[ταλαντεύω]]<br />διαδοχική [[κίνηση]] [[προς]] αντίθετη [[φορά]], [[αιώρηση]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> [[δισταγμός]], αμφίρροπη [[στάση]]<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>οι ταλαντεύσεις</i><br />([[παλαιός]] όρος) οι ταλαντώσεις.
|mltxt=η / [[ταλάντευσις]], -εύσεως, ΝΜ [[ταλαντεύω]]<br />διαδοχική [[κίνηση]] [[προς]] αντίθετη [[φορά]], [[αιώρηση]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> [[δισταγμός]], αμφίρροπη [[στάση]]<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>οι ταλαντεύσεις</i><br />([[παλαιός]] όρος) οι ταλαντώσεις.
}}
}}

Latest revision as of 15:32, 22 December 2023

Greek Monolingual

η / ταλάντευσις, -εύσεως, ΝΜ ταλαντεύω
διαδοχική κίνηση προς αντίθετη φορά, αιώρηση
νεοελλ.
1. μτφ. δισταγμός, αμφίρροπη στάση
2. στον πληθ. οι ταλαντεύσεις
(παλαιός όρος) οι ταλαντώσεις.