υποκυδής: Difference between revisions

From LSJ

Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)

Source
(43)
 
m (Text replacement - "δεῑ" to "δεῖ")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές, Α<br /><b>1.</b> (για [[τόπο]]) ο καλυμμένος με ρηχά νερά<br /><b>2.</b> ([[κατά]] τα Ανέκδοτα Βεκκήρου) «ὑποκυδεῑς τίνες [[εἰσί]]; κοῑλοι τόποι»<br /><b>3.</b> (κατὰ τον <b>Ησύχ.</b>) «ὑποκυδές<br />ὑποφρύδιον».
|mltxt=-ές, Α<br /><b>1.</b> (για [[τόπο]]) ο καλυμμένος με ρηχά νερά<br /><b>2.</b> ([[κατά]] τα Ανέκδοτα Βεκκήρου) «ὑποκυδεῖς τίνες [[εἰσί]]; κοῖλοι τόποι»<br /><b>3.</b> (κατὰ τον <b>Ησύχ.</b>) «ὑποκυδές<br />ὑποφρύδιον».
}}
}}

Latest revision as of 08:50, 27 May 2022

Greek Monolingual

-ές, Α
1. (για τόπο) ο καλυμμένος με ρηχά νερά
2. (κατά τα Ανέκδοτα Βεκκήρου) «ὑποκυδεῖς τίνες εἰσί; κοῖλοι τόποι»
3. (κατὰ τον Ησύχ.) «ὑποκυδές
ὑποφρύδιον».