τετράτροχος: Difference between revisions

From LSJ

στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood

Source
(41)
m (LSJ1 replacement)
 
(5 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=tetratrochos
|Transliteration C=tetratrochos
|Beta Code=tetra/troxos
|Beta Code=tetra/troxos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">four-wheeled</b>, Edict.Diocl.15.38a, Sch.<span class="bibl">Od.9.242</span>, Apollon.<span class="title">Lex.</span>s.v. [[τετράκυκλος]].</span>
|Definition=τετράτροχον, [[four-wheeled]], Edict.Diocl.15.38a, Sch.Od.9.242, Apollon.''Lex.''s.v. [[τετράκυκλος]].
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[τετράτροχος]], -ον, ΝΑ<br />αυτός που έχει [[τέσσερεις]] τροχούς («τετράτροχη [[άμαξα]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το τετράτροχο</i><br />όχημα με [[τέσσερεις]] τροχούς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τετρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[τροχός]] (<b>πρβλ.</b> <i>δί</i>-<i>τροχος</i>)].
|mltxt=-η, -ο / [[τετράτροχος]], -ον, ΝΑ<br />αυτός που έχει [[τέσσερεις]] τροχούς («τετράτροχη [[άμαξα]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το τετράτροχο</i><br />όχημα με [[τέσσερεις]] τροχούς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τετρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[τροχός]] ([[πρβλ]]. [[δίτροχος]])].
}}
}}

Latest revision as of 11:24, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τετράτροχος Medium diacritics: τετράτροχος Low diacritics: τετράτροχος Capitals: ΤΕΤΡΑΤΡΟΧΟΣ
Transliteration A: tetrátrochos Transliteration B: tetratrochos Transliteration C: tetratrochos Beta Code: tetra/troxos

English (LSJ)

τετράτροχον, four-wheeled, Edict.Diocl.15.38a, Sch.Od.9.242, Apollon.Lex.s.v. τετράκυκλος.

German (Pape)

[Seite 1099] vierrädrig, Schol. Od. 1, 242.

Greek (Liddell-Scott)

τετράτροχος: -ον, ὁ ἔχων τέσσαρας τροχούς, Σχόλ. εἰς Ὀδ. Ι. 242, Ἀπολλων. Λεξικ. ἐν λ. τετράκυκλος.

Greek Monolingual

-η, -ο / τετράτροχος, -ον, ΝΑ
αυτός που έχει τέσσερεις τροχούς («τετράτροχη άμαξα»)
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το τετράτροχο
όχημα με τέσσερεις τροχούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + τροχός (πρβλ. δίτροχος)].