τραγογένης: Difference between revisions

From LSJ

ἀφυής πρὸς ταύτην τὴν σκέψιν → wanting wit for that speculation

Source
(41)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, Ν<br /><b>1.</b> αυτός που έχει γέ<br />νεια τράγου, [[τραγοπώγων]]<br /><b>2.</b> (επιτιμητικά) αυτός που διατηρεί [[μακριά]] [[γενειάδα]]<br /><b>3.</b> (ως [[υβριστικός]] [[χαρακτηρισμός]] κληρικού) [[τραγόπαπας]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τράγος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>γένης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[γένι]]), <b>πρβλ.</b> <i>ασπρο</i>-<i>γένης</i>].
|mltxt=ο, Ν<br /><b>1.</b> αυτός που έχει γέ<br />νεια τράγου, [[τραγοπώγων]]<br /><b>2.</b> (επιτιμητικά) αυτός που διατηρεί [[μακριά]] [[γενειάδα]]<br /><b>3.</b> (ως [[υβριστικός]] [[χαρακτηρισμός]] κληρικού) [[τραγόπαπας]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τράγος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>γένης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[γένι]]), [[πρβλ]]. [[ασπρογένης]]].
}}
}}

Latest revision as of 11:50, 10 May 2023

Greek Monolingual

ο, Ν
1. αυτός που έχει γέ
νεια τράγου, τραγοπώγων
2. (επιτιμητικά) αυτός που διατηρεί μακριά γενειάδα
3. (ως υβριστικός χαρακτηρισμός κληρικού) τραγόπαπας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τράγος + -γένης (< γένι), πρβλ. ασπρογένης].