φαρμακομανής: Difference between revisions

From LSJ

ἐπὶ πολλῆς ἡσυχίας καὶ ἠρεμίας ὑμῶν → leaving you entirely at rest

Source
(44)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές, Ν<br /><b>1.</b> <b>ιατρ.</b> αυτός που πάσχει από [[φαρμακομανία]]<br /><b>2.</b> (γενικά) αυτός που πιστεύει υπερβολικά στις θεραπευτικές ιδιότητες τών φαρμάκων και τά συνιστά σε άλλους ανεπιφύλακτα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φάρμακο]] <span style="color: red;">+</span> -<i>μανής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μαίνομαι]]), <b>πρβλ.</b> <i>ναρκο</i>-<i>μανής</i>].
|mltxt=-ές, Ν<br /><b>1.</b> <b>ιατρ.</b> αυτός που πάσχει από [[φαρμακομανία]]<br /><b>2.</b> (γενικά) αυτός που πιστεύει υπερβολικά στις θεραπευτικές ιδιότητες τών φαρμάκων και τά συνιστά σε άλλους ανεπιφύλακτα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φάρμακο]] <span style="color: red;">+</span> -<i>μανής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μαίνομαι]]), [[πρβλ]]. [[ναρκομανής]]].
}}
}}

Latest revision as of 12:00, 10 May 2023

Greek Monolingual

-ές, Ν
1. ιατρ. αυτός που πάσχει από φαρμακομανία
2. (γενικά) αυτός που πιστεύει υπερβολικά στις θεραπευτικές ιδιότητες τών φαρμάκων και τά συνιστά σε άλλους ανεπιφύλακτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φάρμακο + -μανής (< μαίνομαι), πρβλ. ναρκομανής].