συνωμότις: Difference between revisions

From LSJ

ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητοςwhere there is no pain, no sorrow, no sighing, but life everlasting

Source
(40)
m (pape replacement)
 
Line 4: Line 4:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ιδος, ἡ, Μ<br /><b>βλ.</b> [[συνωμότης]].
|mltxt=-ιδος, ἡ, Μ<br /><b>βλ.</b> [[συνωμότης]].
}}
{{pape
|ptext=ιδος, ἡ, fem. von [[συνωμότης]], Nicet.
}}
}}

Latest revision as of 16:54, 24 November 2022

Greek (Liddell-Scott)

συνωμότις: -ιδος, θηλ. τοῦ συνωμότης, Νικήτ. Χρον. 340D.

Greek Monolingual

-ιδος, ἡ, Μ
βλ. συνωμότης.

German (Pape)

ιδος, ἡ, fem. von συνωμότης, Nicet.