ὑληρεύς: Difference between revisions

From LSJ

διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)

Source
(42)
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ylireys
|Transliteration C=ylireys
|Beta Code=u(lhreu/s
|Beta Code=u(lhreu/s
|Definition=<b class="b3">νομεὺς ἐν ὕλῃ φυλάττων</b>, Hsch.
|Definition=νομεὺς ἐν ὕλῃ φυλάττων, [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «νομεὺς ἐν ὕλῃ φυλάττων».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παρλλ. τ. του [[ὑλωρός]] σχηματισμένος <span style="color: red;"><</span> <i>ὕλη</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>εύς</i>, πιθ. μέσω τών αμάρτυρων επιθ. <i>ὑλήρης</i> ή <i>ὑληρός</i>].
|mltxt=Α<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «νομεὺς ἐν ὕλῃ φυλάττων».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παρλλ. τ. του [[ὑλωρός]] σχηματισμένος <span style="color: red;"><</span> <i>ὕλη</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>εύς</i>, πιθ. μέσω τών αμάρτυρων επιθ. <i>ὑλήρης</i> ή <i>ὑληρός</i>].
}}
}}

Latest revision as of 09:37, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑληρεύς Medium diacritics: ὑληρεύς Low diacritics: υληρεύς Capitals: ΥΛΗΡΕΥΣ
Transliteration A: hylēreús Transliteration B: hylēreus Transliteration C: ylireys Beta Code: u(lhreu/s

English (LSJ)

νομεὺς ἐν ὕλῃ φυλάττων, Hsch.

Greek Monolingual

Α
(κατά τον Ησύχ.) «νομεὺς ἐν ὕλῃ φυλάττων».
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. του ὑλωρός σχηματισμένος < ὕλη + κατάλ. -εύς, πιθ. μέσω τών αμάρτυρων επιθ. ὑλήρης ή ὑληρός].