φωναγωγός: Difference between revisions
From LSJ
Λύπην γὰρ εὔνους οἶδε θεραπεύειν λόγος → Sanare luctum scit benevola oratio → Betrübnis weiß zu heilen ein geneigtes Wort
(45) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\)" to "πρβλ. $2$4)") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο, Ν<br /><b>ναυτ.</b> [[μεταλλικός]] [[σωλήνας]], εφοδιασμένος με πωματισμένο [[επιστόμιο]] και [[σφυρίχτρα]] κλήσεως, που χρησίμευε παλαιότερα για την προφορική [[επικοινωνία]] [[μεταξύ]] της γέφυρας και τών διαφόρων διαμερισμάτων του πλοίου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, <b>πρβλ.</b> αγγλ. <i>voice</i> «[[φωνή]]» <span style="color: red;">+</span> <i>pipe</i> «[[σωλήνας]], [[αγωγός]]» ( | |mltxt=ο, Ν<br /><b>ναυτ.</b> [[μεταλλικός]] [[σωλήνας]], εφοδιασμένος με πωματισμένο [[επιστόμιο]] και [[σφυρίχτρα]] κλήσεως, που χρησίμευε παλαιότερα για την προφορική [[επικοινωνία]] [[μεταξύ]] της γέφυρας και τών διαφόρων διαμερισμάτων του πλοίου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, <b>πρβλ.</b> αγγλ. <i>voice</i> «[[φωνή]]» <span style="color: red;">+</span> <i>pipe</i> «[[σωλήνας]], [[αγωγός]]» ([[πρβλ]]. [[φωταγωγός]])]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 15:10, 8 May 2023
Greek Monolingual
ο, Ν
ναυτ. μεταλλικός σωλήνας, εφοδιασμένος με πωματισμένο επιστόμιο και σφυρίχτρα κλήσεως, που χρησίμευε παλαιότερα για την προφορική επικοινωνία μεταξύ της γέφυρας και τών διαφόρων διαμερισμάτων του πλοίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. voice «φωνή» + pipe «σωλήνας, αγωγός» (πρβλ. φωταγωγός)].