σφραγιστός: Difference between revisions
Ῥᾷον φέρειν δεῖ τὰς παρεστώσας τύχας → Facilius ferre oportet, quae incidunt mala → Recht leicht musst du das Schicksal tragen, das dich trifft
(40) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(4 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=sfragistos | |Transliteration C=sfragistos | ||
|Beta Code=sfragisto/s | |Beta Code=sfragisto/s | ||
|Definition= | |Definition=σφραγιστή, σφραγιστόν,<br><span class="bld">A</span> [[stamped with the public seal]], μέτρον ''IG''22.1013.67.<br><span class="bld">2</span> [[marked]], καμήλους πέντε σφραγιστούς ''BGU''869.11 (cf. iii p.7, ii A.D.). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 10:51, 25 August 2023
English (LSJ)
σφραγιστή, σφραγιστόν,
A stamped with the public seal, μέτρον IG22.1013.67.
2 marked, καμήλους πέντε σφραγιστούς BGU869.11 (cf. iii p.7, ii A.D.).
German (Pape)
[Seite 1052] besiegelt, gestempelt; μέτρον σφραγιστόν, geaichtes Maaß, Inscr.
Greek (Liddell-Scott)
σφρᾱγιστός: -ή, -όν, ἐσφραγισμένος, σεσημειωμένος διὰ τῆς δημοσίας σφραγῖδος, μέτρον Συλλ. Ἐπιγρ. 123. 67.
Greek Monolingual
-ή, -ό / σφραγιστός, -ή, -όν, ΝΑ σφραγίζω
αυτός που έχει σφραγιστεί, που φέρει αποτύπωμα σφραγίδας, σφραγισμένος
νεοελλ.
ερμητικά κλειστός
αρχ.
1. (ιδίως) σφραγισμένος με δημόσια σφραγίδα, με την επίσημη σφραγίδα της πολιτείας
2. σημαδεμένος με οτιδήποτε («καμήλους... σφραγιστούς», πάπ.).