ταρβώ: Difference between revisions
στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμα → blood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound
(40) |
m (Text replacement - "εῑν" to "εῖν") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-έω και αιολ. τ. [[τάρβημι]] και βοιωτ. τ. τάρθειμι Α<br />(<b>ποιητ. τ.</b>)<br /><b>1.</b> <b>(αμτβ.)</b> κατέχομαι από φόβο, από τρόμο, [[φοβάμαι]], [[τρομάζω]]<br /><b>2.</b> (μτβ. με αιτ.) α) [[φοβάμαι]], [[τρέμω]] [[κάτι]]<br />β) [[σέβομαι]] [[κάτι]]<br /><b>3.</b> (το απαρμφ. ενεργ. ενεστ. με άρθρ. ως ουσ.) <i>τὸ | |mltxt=-έω και αιολ. τ. [[τάρβημι]] και βοιωτ. τ. τάρθειμι Α<br />(<b>ποιητ. τ.</b>)<br /><b>1.</b> <b>(αμτβ.)</b> κατέχομαι από φόβο, από τρόμο, [[φοβάμαι]], [[τρομάζω]]<br /><b>2.</b> (μτβ. με αιτ.) α) [[φοβάμαι]], [[τρέμω]] [[κάτι]]<br />β) [[σέβομαι]] [[κάτι]]<br /><b>3.</b> (το απαρμφ. ενεργ. ενεστ. με άρθρ. ως ουσ.) <i>τὸ ταρβεῖν</i><br />[[κατάσταση]] τρόμου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. <i>ταρβῶ</i> ανάγεται πιθ. σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>terg</i><sup>w</sup>- «[[φοβερίζω]], [[τρομάζω]]» και έχει συνδεθεί με τα: αρχ. ινδ. <i>tarjati</i> «[[απειλώ]], [[φοβερίζω]]», λατ. <i>torvus</i> «[[αγριωπός]], [[βλοσυρός]]». Η [[συχνότητα]] με την οποία εμφανίζεται το ρ. <i>ταρβῶ</i> στα ομηρικά [[κείμενα]] συγκριτικά με τα [[τάρβος]] και [[ἀταρβής]] οδηγεί στο να υποτεθεί ότι [[είναι]] ο [[κύριος]] τ. της οικογένειας. Η [[οικογένεια]] του ρ. αντικαταστάθηκε [[γρήγορα]] από τη συνώνυμη [[οικογένεια]] του <i>φοβοῦμαι</i>]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 08:40, 27 March 2021
Greek Monolingual
-έω και αιολ. τ. τάρβημι και βοιωτ. τ. τάρθειμι Α
(ποιητ. τ.)
1. (αμτβ.) κατέχομαι από φόβο, από τρόμο, φοβάμαι, τρομάζω
2. (μτβ. με αιτ.) α) φοβάμαι, τρέμω κάτι
β) σέβομαι κάτι
3. (το απαρμφ. ενεργ. ενεστ. με άρθρ. ως ουσ.) τὸ ταρβεῖν
κατάσταση τρόμου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. ταρβῶ ανάγεται πιθ. σε ΙΕ ρίζα tergw- «φοβερίζω, τρομάζω» και έχει συνδεθεί με τα: αρχ. ινδ. tarjati «απειλώ, φοβερίζω», λατ. torvus «αγριωπός, βλοσυρός». Η συχνότητα με την οποία εμφανίζεται το ρ. ταρβῶ στα ομηρικά κείμενα συγκριτικά με τα τάρβος και ἀταρβής οδηγεί στο να υποτεθεί ότι είναι ο κύριος τ. της οικογένειας. Η οικογένεια του ρ. αντικαταστάθηκε γρήγορα από τη συνώνυμη οικογένεια του φοβοῦμαι].