τρεχέδειπνος: Difference between revisions

From LSJ

Βουλῆς γὰρ ὀρθῆς οὐδὲν ἀσφαλέστερον → Nam tutior res nulla consilio bono → Denn nichts führt weniger irre als ein guter Rat

Menander, Monostichoi, 68
(41)
m (LSJ1 replacement)
 
(10 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=trechedeipnos
|Transliteration C=trechedeipnos
|Beta Code=trexe/deipnos
|Beta Code=trexe/deipnos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">running to a banquet</b>, of parasites, Plu.2.726a (who cites the explanation <b class="b2">coming late</b>), <span class="bibl">Ath.1.4a</span>, <span class="bibl">6.242c</span>; <b class="b3">τρεχέδειπνα, τά,</b> <b class="b2">light robe</b> or <b class="b2">shoes worn by parasites</b>, Juv.3.67.</span>
|Definition=τρεχέδειπνον, [[running to a banquet]], of parasites, Plu.2.726a (who cites the explanation [[coming late]]), Ath.1.4a, 6.242c; [[τρεχέδειπνα]], τά, [[light robe]] or [[shoes worn by parasites]], Juv.3.67.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />[[qui court les dîners]].<br />'''Étymologie:''' [[τρέχω]], [[δεῖπνον]].
}}
{{elru
|elrutext='''τρεχέδειπνος:''' ὁ [[блюдолиз]], [[прихлебатель]] Plut.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''τρεχέδειπνος''': -ον, ὁ τρέχων εἰς [[δεῖπνον]] καὶ [[ὅταν]] ἔχῃ ἀσχολίας, ἐπὶ παρασίτων, Ἀθήν. 4A, 242C, Πλούτ. 2. 726A ([[ὅστις]] τὸ ἑρμηνεύει: τὸν ὑστερίζοντα τοῦ δείπνου καὶ τρέχοντα νὰ προφθάσῃ)· τρεχέδειπνα, τά, ἐλαφρὰ ἐσθὴς ἢ πέδιλα, ἃ ἐφόρουν παράσιτοι, π. βλ. Ἰουβεν. 3. 67.
|lstext='''τρεχέδειπνος''': -ον, ὁ τρέχων εἰς [[δεῖπνον]] καὶ [[ὅταν]] ἔχῃ ἀσχολίας, ἐπὶ παρασίτων, Ἀθήν. 4A, 242C, Πλούτ. 2. 726A ([[ὅστις]] τὸ ἑρμηνεύει: τὸν ὑστερίζοντα τοῦ δείπνου καὶ τρέχοντα νὰ προφθάσῃ)· τρεχέδειπνα, τά, ἐλαφρὰ ἐσθὴς ἢ πέδιλα, ἃ ἐφόρουν παράσιτοι, π. βλ. Ἰουβεν. 3. 67.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />qui court les dîners.<br />'''Étymologie:''' [[τρέχω]], [[δεῖπνον]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> (για άνθρωπο [[παράσιτο]]) αυτός που τρέχει για [[δείπνο]] [[ακόμη]] κι όταν έχει [[ασχολία]]<br /><b>2.</b> αυτός που τρέχει [[αργά]] για [[δείπνο]] και επείγεται να προφθάσει<br /><b>3.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ τρεχέδειπνα</i><br />[[ελαφρά]] [[εσθήτα]] ή πέδιλα που φορούσαν τα παράσιτα άτομα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>τρεχ</i>- του [[τρέχω]] με συνδετικό [[φωνήεν]] -<i>ε</i>- <span style="color: red;">+</span> [[δεῖπνος]] (<b>πρβλ.</b> [[φερέδειπνος]])].
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> (για άνθρωπο [[παράσιτο]]) αυτός που τρέχει για [[δείπνο]] [[ακόμη]] κι όταν έχει [[ασχολία]]<br /><b>2.</b> αυτός που τρέχει [[αργά]] για [[δείπνο]] και επείγεται να προφθάσει<br /><b>3.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ τρεχέδειπνα</i><br />[[ελαφρά]] [[εσθήτα]] ή πέδιλα που φορούσαν τα παράσιτα άτομα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>τρεχ</i>- του [[τρέχω]] με συνδετικό [[φωνήεν]] -<i>ε</i>- <span style="color: red;">+</span> [[δεῖπνος]] (<b>πρβλ.</b> [[φερέδειπνος]])].
}}
}}

Latest revision as of 10:53, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρεχέδειπνος Medium diacritics: τρεχέδειπνος Low diacritics: τρεχέδειπνος Capitals: ΤΡΕΧΕΔΕΙΠΝΟΣ
Transliteration A: trechédeipnos Transliteration B: trechedeipnos Transliteration C: trechedeipnos Beta Code: trexe/deipnos

English (LSJ)

τρεχέδειπνον, running to a banquet, of parasites, Plu.2.726a (who cites the explanation coming late), Ath.1.4a, 6.242c; τρεχέδειπνα, τά, light robe or shoes worn by parasites, Juv.3.67.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
qui court les dîners.
Étymologie: τρέχω, δεῖπνον.

Russian (Dvoretsky)

τρεχέδειπνος:блюдолиз, прихлебатель Plut.

Greek (Liddell-Scott)

τρεχέδειπνος: -ον, ὁ τρέχων εἰς δεῖπνον καὶ ὅταν ἔχῃ ἀσχολίας, ἐπὶ παρασίτων, Ἀθήν. 4A, 242C, Πλούτ. 2. 726A (ὅστις τὸ ἑρμηνεύει: τὸν ὑστερίζοντα τοῦ δείπνου καὶ τρέχοντα νὰ προφθάσῃ)· τρεχέδειπνα, τά, ἐλαφρὰ ἐσθὴς ἢ πέδιλα, ἃ ἐφόρουν παράσιτοι, π. βλ. Ἰουβεν. 3. 67.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. (για άνθρωπο παράσιτο) αυτός που τρέχει για δείπνο ακόμη κι όταν έχει ασχολία
2. αυτός που τρέχει αργά για δείπνο και επείγεται να προφθάσει
3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ τρεχέδειπνα
ελαφρά εσθήτα ή πέδιλα που φορούσαν τα παράσιτα άτομα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τρεχ- του τρέχω με συνδετικό φωνήεν -ε- + δεῖπνος (πρβλ. φερέδειπνος)].