φεγγοβόλος: Difference between revisions
τί δὲ βλέπεις τὸ κάρφος τὸ ἐν τῷ ὀφθαλμῷ τοῦ ἀδελφοῦ σου, τὴν δὲ ἐν τῷ σῷ ὀφθαλμῷ δοκὸν οὐ κατανοεῖς → why do you look at the speck of sawdust in your brother's eye and pay no attention to the plank in your own eye | and why beholdest thou the mote that is in thy brother's eye, but considerest not the beam that is in thine own eye | why do you see the speck that is in your brother's eye, but don't consider the beam that is in your own eye
(44) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\." to "πρβλ. $2$4.") |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 6: | Line 6: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-α, -ο / [[φεγγοβόλος]], -ον, ΝΜΑ<br />αυτός που φεγγοβολά, που λάμπει, [[ακτινοβόλος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φέγγος]] <span style="color: red;">+</span> -[[βόλος]] (<span style="color: red;"><</span> [[βόλος]] <span style="color: red;"><</span> [[βάλλω]]), | |mltxt=-α, -ο / [[φεγγοβόλος]], -ον, ΝΜΑ<br />αυτός που φεγγοβολά, που λάμπει, [[ακτινοβόλος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φέγγος]] <span style="color: red;">+</span> -[[βόλος]] (<span style="color: red;"><</span> [[βόλος]] <span style="color: red;"><</span> [[βάλλω]]), [[πρβλ]]. [[κεραυνοβόλος]].<br />-η, -ο, Ν<br />αυτός που λάμπει από το φως που πέφτει [[πάνω]] του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φέγγος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>βολος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βόλος]] <span style="color: red;"><</span> [[βάλλω]]). Η προπαροξυτονία προσδίδει στον τ. παθ. σημ.]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 13:30, 25 August 2021
German (Pape)
[Seite 1259] Licht werfend, leuchtend, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
φεγγοβόλος: -ον, ὁ φεγγοβολῶν, λάμπων, Ἰω. Χρυσ. τ. 8, σ. 41, κλπ.
Greek Monolingual
-α, -ο / φεγγοβόλος, -ον, ΝΜΑ
αυτός που φεγγοβολά, που λάμπει, ακτινοβόλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φέγγος + -βόλος (< βόλος < βάλλω), πρβλ. κεραυνοβόλος.
-η, -ο, Ν
αυτός που λάμπει από το φως που πέφτει πάνω του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φέγγος + -βολος (< βόλος < βάλλω). Η προπαροξυτονία προσδίδει στον τ. παθ. σημ.].