Κυβεληγενής: Difference between revisions

From LSJ

Τὰ μηδὲν ὠφελοῦντα μὴ πόνει μάτην → Ne tu labores frustra in iis, quae nil iuvant → Müh nicht umsonst mit dem, was dir nichts nützt, dich ab

Menander, Monostichoi, 508
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (LSJ2 replacement)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{LSJ2
|Full diacritics=Κυβεληγενής
|Medium diacritics=Κυβεληγενής
|Low diacritics=Κυβεληγενής
|Capitals=ΚΥΒΕΛΗΓΕΝΗΣ
|Transliteration A=Kybelēgenḗs
|Transliteration B=Kybelēgenēs
|Transliteration C=Kyveligenis
|Beta Code=&#42;kubelhgenh/s
|Definition=v. [[Κυβέλη]].
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[Κυβεληγενής]], -ές (Α)<br />(επίθ. της Κυβέλης) αυτή που γεννήθηκε στο όρος Κύβελο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>Κύβελον</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>γενής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[γένος]]), πρβλ. <i>Λυκη</i>-<i>γενής</i>, <i>Πυλη</i>-<i>γενής</i>. Το -<i>η</i>- του τ. οφείλεται πιθ. σε [[αναλογία]] [[προς]] άλλα σύνθ. (πρβλ. <i>γαιη</i>-<i>γενής</i>)].
|mltxt=[[Κυβεληγενής]], -ές (Α)<br />(επίθ. της Κυβέλης) αυτή που γεννήθηκε στο όρος Κύβελο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>Κύβελον</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>γενής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[γένος]]), πρβλ. <i>Λυκη</i>-<i>γενής</i>, <i>Πυλη</i>-<i>γενής</i>. Το -<i>η</i>- του τ. οφείλεται πιθ. σε [[αναλογία]] [[προς]] άλλα σύνθ. (πρβλ. <i>γαιη</i>-<i>γενής</i>)].
}}
}}

Latest revision as of 10:34, 31 January 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Κυβεληγενής Medium diacritics: Κυβεληγενής Low diacritics: Κυβεληγενής Capitals: ΚΥΒΕΛΗΓΕΝΗΣ
Transliteration A: Kybelēgenḗs Transliteration B: Kybelēgenēs Transliteration C: Kyveligenis Beta Code: *kubelhgenh/s

English (LSJ)

v. Κυβέλη.

Greek Monolingual

Κυβεληγενής, -ές (Α)
(επίθ. της Κυβέλης) αυτή που γεννήθηκε στο όρος Κύβελο.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < Κύβελον + -γενής (< γένος), πρβλ. Λυκη-γενής, Πυλη-γενής. Το -η- του τ. οφείλεται πιθ. σε αναλογία προς άλλα σύνθ. (πρβλ. γαιη-γενής)].