άργεμο: Difference between revisions

From LSJ

ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself

Source
m (Text replacement - "πρβλ." to "πρβλ.")
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το (Α [[ἄργεμον]])<br /><b>1.</b> [[άργεμα]] (Ι)<br /><b>2.</b> [[είδος]] ήμερης Βοτάνης (lappa canaria) που πίστευαν ότι θεράπευε το [[λεύκωμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Οι τ. <i>άργεμον</i>, [[άργεμα]] και [[άργεμος]] συνιστούν [[ομάδα]] λέξεων που συνδέονται με το [[αργός]] (Ι) και ανάγονται σ' ένα ουδ. <i>άργος</i> (<b>πρβλ.</b> [[άνθεμον]]: [[άνθος]])].
|mltxt=το (Α [[ἄργεμον]])<br /><b>1.</b> [[άργεμα]] (Ι)<br /><b>2.</b> [[είδος]] ήμερης Βοτάνης (lappa canaria) που πίστευαν ότι θεράπευε το [[λεύκωμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Οι τ. <i>άργεμον</i>, [[άργεμα]] και [[άργεμος]] συνιστούν [[ομάδα]] λέξεων που συνδέονται με το [[αργός]] (Ι) και ανάγονται σ' ένα ουδ. <i>άργος</i> (<b>πρβλ.</b> [[άνθεμον]]: [[άνθος]])].
}}
}}

Latest revision as of 22:00, 29 December 2020

Greek Monolingual

το (Α ἄργεμον)
1. άργεμα (Ι)
2. είδος ήμερης Βοτάνης (lappa canaria) που πίστευαν ότι θεράπευε το λεύκωμα.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Οι τ. άργεμον, άργεμα και άργεμος συνιστούν ομάδα λέξεων που συνδέονται με το αργός (Ι) και ανάγονται σ' ένα ουδ. άργος (πρβλ. άνθεμον: άνθος)].