αμανίτης: Difference between revisions

From LSJ

Λιμῷ γὰρ οὐδέν ἐστιν ἀντειπεῖν ἔπος → Famem adeo responsare nil contra datur → Erfolgreich widerspricht dem Hunger nicht ein Wort

Menander, Monostichoi, 321
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (Α [[ἀμανίτης]])<br /><b>1.</b> [[μύκητας]], [[μανιτάρι]]<br /><b>2.</b> ([[συνήθως]] στον πληθυντικό) <i>οἱ [[ἀμανῖται]]<br />περιληπτική [[ονομασία]] όλων τών σαρκωδών μυκήτων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Λέξη αβέβαιης ετυμολογίας (πρβλ. και γαλλ. <i>amanite</i> «[[μανιτάρι]]»). Πιθ. <span style="color: red;"><</span> <i>Ἀμανός</i>, όρος της Μ. Ασίας όπου αφθονούν τα μανιτάρια.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>μσν.</b> [[ἀμανιτάριον]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> <i>αμανιτοκαλλιέργεια</i>, [[αμανιτότοπος]]].
|mltxt=ο (Α [[ἀμανίτης]])<br /><b>1.</b> [[μύκητας]], [[μανιτάρι]]<br /><b>2.</b> ([[συνήθως]] στον πληθυντικό) <i>οἱ [[ἀμανῖται]]<br />περιληπτική [[ονομασία]] όλων τών σαρκωδών μυκήτων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Λέξη αβέβαιης ετυμολογίας (πρβλ. και γαλλ. <i>amanite</i> «[[μανιτάρι]]»). Πιθ. <span style="color: red;"><</span> <i>Ἀμανός</i>, όρος της Μ. Ασίας όπου αφθονούν τα μανιτάρια.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>μσν.</b> [[ἀμανιτάριον]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> <i>αμανιτοκαλλιέργεια</i>, [[αμανιτότοπος]]].
}}
}}

Latest revision as of 23:25, 29 December 2020

Greek Monolingual

ο (Α ἀμανίτης)
1. μύκητας, μανιτάρι
2. (συνήθως στον πληθυντικό) οἱ ἀμανῖται
περιληπτική ονομασία όλων τών σαρκωδών μυκήτων.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Λέξη αβέβαιης ετυμολογίας (πρβλ. και γαλλ. amanite «μανιτάρι»). Πιθ. < Ἀμανός, όρος της Μ. Ασίας όπου αφθονούν τα μανιτάρια.
ΠΑΡ. μσν. ἀμανιτάριον.
ΣΥΝΘ. νεοελλ. αμανιτοκαλλιέργεια, αμανιτότοπος].