αμανίτης

From LSJ

ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόνsleep is a terrible evil for humans (Menander, Sententiae monostichoi 1.523)

Source

Greek Monolingual

ο (Α ἀμανίτης)
1. μύκητας, μανιτάρι
2. (συνήθως στον πληθυντικό) οἱ ἀμανῖται
περιληπτική ονομασία όλων τών σαρκωδών μυκήτων.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Λέξη αβέβαιης ετυμολογίας (πρβλ. και γαλλ. amanite «μανιτάρι»). Πιθ. < Ἀμανός, όρος της Μ. Ασίας όπου αφθονούν τα μανιτάρια.
ΠΑΡ. μσν. ἀμανιτάριον.
ΣΥΝΘ. νεοελλ. αμανιτοκαλλιέργεια, αμανιτότοπος].