μανιτάρι
From LSJ
ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → as a foreigner, follow the laws of that country | when in Rome, do as the Romans do
Greek Monolingual
το
1. ο ορατός ομπρελοειδούς σχήματος καρποφόρος ορισμένων μυκήτων, τυπικά της τάξης αγαρικώδη, αλλά και ορισμένων άλλων ομάδων
2. (γενικά) κάθε εδώδιμος καρποφόρος
3. ναυτ. άγκυρα χωρίς βραχίονες η οποία έχει σχήμα μανιταριού ή ανοιχτής ομπρέλας και χρησιμοποιείται ιδίως σε λασπώδη βυθό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αμανιτ-άριον, υποκορ. του αμανίτης].