αμβλύωπας: Difference between revisions

From LSJ

ἐὰν ἐκπέσῃ τὸ σιδήριον καὶ αὐτὸς πρόσωπον ἐτάραξεν καὶ δυνάμεις δυναμώσει καὶ περισσεία τοῦ ἀνδρείου σοφία (Ecclesiastes 10:10, LXX version) → If the iron axe fails, and the man has furrowed his brow, he will gather his strength, and the redoubling of his manly vigor will be the wise thing.

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, η<br />αυτός που πάσχει από [[αμβλυωπία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ελληνογενές <span style="color: red;"><</span> <i>ἀμβλὺς</i> <span style="color: red;">+</span> <i>ὤψ</i>, <i>ὠπός</i> «[[οφθαλμός]]», πρβλ. αγγλ. <i>amblyope</i>].
|mltxt=ο, η<br />αυτός που πάσχει από [[αμβλυωπία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Ελληνογενές <span style="color: red;"><</span> <i>ἀμβλὺς</i> <span style="color: red;">+</span> <i>ὤψ</i>, <i>ὠπός</i> «[[οφθαλμός]]», πρβλ. αγγλ. <i>amblyope</i>].
}}
}}

Latest revision as of 23:30, 29 December 2020

Greek Monolingual

ο, η
αυτός που πάσχει από αμβλυωπία.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Ελληνογενές < ἀμβλὺς + ὤψ, ὠπός «οφθαλμός», πρβλ. αγγλ. amblyope].