κατήνεγκα: Difference between revisions

From LSJ

διὸ πᾶσαι αἱ τέχναι καὶ αἱ ποιητικαὶ ἐπιστῆμαι δυνάμεις εἰσίν → hence all arts, i.e. the productive sciences, are potencies

Source
(5)
(2b)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 4: Line 4:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κατήνεγκα:''' παρακ. του [[καταφέρω]].
|lsmtext='''κατήνεγκα:''' παρακ. του [[καταφέρω]].
}}
{{elnl
|elnltext=κατήνεγκα aor. act. van καταφέρω.
}}
{{elru
|elrutext='''κατήνεγκα:''' aor. 1 к [[καταφέρω]].
}}
}}

Latest revision as of 22:44, 31 December 2018

French (Bailly abrégé)

v. καταφέρω.

Greek Monotonic

κατήνεγκα: παρακ. του καταφέρω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατήνεγκα aor. act. van καταφέρω.

Russian (Dvoretsky)

κατήνεγκα: aor. 1 к καταφέρω.