κατήνεγκα

From LSJ

εἰς πέλαγος σπέρµα βαλεῖν καὶ γράµµατα γράψαι ἀµφότερος µόχθος τε κενὸς καὶ πρᾶξις ἄκαρπος → throwing seeds and writing letters at sea are both a vain and fruitless endeavor

Source

French (Bailly abrégé)

v. καταφέρω.

Greek Monotonic

κατήνεγκα: παρακ. του καταφέρω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατήνεγκα aor. act. van καταφέρω.

Russian (Dvoretsky)

κατήνεγκα: aor. 1 к καταφέρω.