Διπολιώδης: Difference between revisions

From LSJ

Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau

Menander, Monostichoi, 261
(4)
m (LSJ1 replacement)
 
(8 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 7: Line 7:
|Transliteration B=Dipoliōdēs
|Transliteration B=Dipoliōdēs
|Transliteration C=Dipoliodis
|Transliteration C=Dipoliodis
|Beta Code=*dipoliw/dhs
|Beta Code=*dipoliw/dhs
|Definition=ες, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">like the feast of Dipolia, old-world</b>, <span class="bibl">Ar.<span class="title">Nu.</span>984</span>.</span>
|Definition=Διπολιῶδες, [[like the feast of Dipolia]], [[old-world]], Ar.''Nu.''984.
}}
{{DGE
|dgtxt=(Δῑπολιώδης) -ες<br />[[como las fiestas Dipolias]] ἀρχαῖά γε καὶ Διπολιώδη antiguallas tan viejas como las Dipolias</i> Ar.<i>Nu</i>.984.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''Δῑπολιώδης''': -ες, [[ὅμοιος]] πρὸς τὴν ἑορτὴν τῶν Διπολίων, ἀπηρχαιωμένος, [[παμπάλαιος]], Ἀριστοφ. Νεφ. 984.
|lstext='''Δῑπολιώδης''': -ες, [[ὅμοιος]] πρὸς τὴν ἑορτὴν τῶν Διπολίων, ἀπηρχαιωμένος, [[παμπάλαιος]], Ἀριστοφ. Νεφ. 984.
}}
{{DGE
|dgtxt=(Δῑπολιώδης) -ες<br />[[como las fiestas Dipolias]] ἀρχαῖά γε καὶ Διπολιώδη antiguallas tan viejas como las Dipolias</i> Ar.<i>Nu</i>.984.
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''Δῑπολιώδης:''' -ες ([[εἶδος]]), όπως το [[Διπόλια]], δηλ. απαρχαιωμένος, [[παμπάλαιος]], ξεπερασμένος, σε Αριστοφ.
|lsmtext='''Δῑπολιώδης:''' -ες ([[εἶδος]]), όπως το [[Διπόλια]], δηλ. απαρχαιωμένος, [[παμπάλαιος]], ξεπερασμένος, σε Αριστοφ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=Δῑπολι-ώδης, ες [from Δῑπόλεια] <i>adj</i> [[εἶδος]]<br />like the [[Διπόλια]], i. e. [[obsolete]], out of [[date]], Ar.
}}
}}

Latest revision as of 06:30, 26 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Δῑπολιώδης Medium diacritics: Διπολιώδης Low diacritics: Διπολιώδης Capitals: ΔΙΠΟΛΙΩΔΗΣ
Transliteration A: Dipoliṓdēs Transliteration B: Dipoliōdēs Transliteration C: Dipoliodis Beta Code: *dipoliw/dhs

English (LSJ)

Διπολιῶδες, like the feast of Dipolia, old-world, Ar.Nu.984.

Spanish (DGE)

(Δῑπολιώδης) -ες
como las fiestas Dipolias ἀρχαῖά γε καὶ Διπολιώδη antiguallas tan viejas como las Dipolias Ar.Nu.984.

Greek (Liddell-Scott)

Δῑπολιώδης: -ες, ὅμοιος πρὸς τὴν ἑορτὴν τῶν Διπολίων, ἀπηρχαιωμένος, παμπάλαιος, Ἀριστοφ. Νεφ. 984.

Greek Monotonic

Δῑπολιώδης: -ες (εἶδος), όπως το Διπόλια, δηλ. απαρχαιωμένος, παμπάλαιος, ξεπερασμένος, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

Δῑπολι-ώδης, ες [from Δῑπόλεια] adj εἶδος
like the Διπόλια, i. e. obsolete, out of date, Ar.