ἔσαν: Difference between revisions

From LSJ

κρεῖττον εἶναι φιλοσόφως ἀποθανεῖν ἢ ἀφιλοσόφως ζῆν → that it is better to die in manner befitting a philosopher than to live unphilosophically

Source
(4)
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{bailly
|btext=<i>3ᵉ pl. impf. épq. et ion. de</i> [[εἰμί]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἔσαν:''' эп.-ион. (= [[ἦσαν]]) 3 л. pl. impf. к [[εἰμί]].
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἔσαν''': Ἐπικ. καὶ Ἰων. γ΄ Πληθ. παρατ. τοῦ εἰμί.
|lstext='''ἔσαν''': Ἐπικ. καὶ Ἰων. γ΄ Πληθ. παρατ. τοῦ εἰμί.
}}
{{bailly
|btext=<i>3ᵉ pl. impf. épq. et ion. de</i> [[εἰμί]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἔσαν:''' Επικ. και Ιων. αντί [[ἦσαν]], γʹ πληθ. παρατ. του [[εἰμί]] ([[sum]]).
|lsmtext='''ἔσαν:''' Επικ. και Ιων. αντί [[ἦσαν]], γʹ πληθ. παρατ. του [[εἰμί]] ([[sum]]).
}}
}}

Latest revision as of 20:35, 3 October 2022

French (Bailly abrégé)

3ᵉ pl. impf. épq. et ion. de εἰμί.

Russian (Dvoretsky)

ἔσαν: эп.-ион. (= ἦσαν) 3 л. pl. impf. к εἰμί.

Greek (Liddell-Scott)

ἔσαν: Ἐπικ. καὶ Ἰων. γ΄ Πληθ. παρατ. τοῦ εἰμί.

Greek Monotonic

ἔσαν: Επικ. και Ιων. αντί ἦσαν, γʹ πληθ. παρατ. του εἰμί (sum).