κάλλιπε: Difference between revisions

From LSJ

τοῖσι ἐμφανέσι τὰ μὴ γινωσκόμενα τεκμαιρόμενος → judge of the unknown by the known

Source
(5)
m (LSJ1 replacement)
 
(4 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kallipe
|Transliteration C=kallipe
|Beta Code=ka/llipe
|Beta Code=ka/llipe
|Definition=Ep. for <b class="b3">κατέλιπε</b>, inf. καλλιπέειν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> v. [[καταλείπω]].</span>
|Definition=Ep. for [[κατέλιπε]], inf. καλλιπέειν, v. [[καταλείπω]].
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κάλλῐπε:''' Επικ. αντί <i>κατέλιπε</i>, γʹ ενικ. αορ. βʹ του [[καταλείπω]]· καλλιπέειν, Επικ. απαρ.
|lsmtext='''κάλλῐπε:''' Επικ. αντί <i>κατέλιπε</i>, γʹ ενικ. αορ. βʹ του [[καταλείπω]]· καλλιπέειν, Επικ. απαρ.
}}
}}

Latest revision as of 09:38, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κάλλῐπε Medium diacritics: κάλλιπε Low diacritics: κάλλιπε Capitals: ΚΑΛΛΙΠΕ
Transliteration A: kállipe Transliteration B: kallipe Transliteration C: kallipe Beta Code: ka/llipe

English (LSJ)

Ep. for κατέλιπε, inf. καλλιπέειν, v. καταλείπω.

German (Pape)

[Seite 1310] d. i κατέλιπε.

Greek (Liddell-Scott)

κάλλῐπε: Ἐπικ. ἀντὶ τοῦ κατέλιπε, ἀπαρ. καλλιπέειν, ἴδε καταλείπω.

English (Autenrieth)

see καταλείπω.

Greek Monotonic

κάλλῐπε: Επικ. αντί κατέλιπε, γʹ ενικ. αορ. βʹ του καταλείπω· καλλιπέειν, Επικ. απαρ.