κραγόν: Difference between revisions

From LSJ

αἰὼν παῖς ἐστι παίζων, πεσσεύων∙ παιδός η βασιληίη → time is a child playing draughts; the kingship is a child's | a life-time is a child playing, playing checkers: the kingship belongs to a child | a whole human life-time is nothing but a child playing, playing checkers: the kingship belongs to a child | lifetime is a child at play, moving pieces in a game; kingship belongs to the child

Source
(5)
m (pape replacement)
 
(4 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 3: Line 3:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κραγόν]] (AM, Α και κράγον)<br /><b>επίρρ.</b> με [[κραυγή]], με [[ξεφωνητό]] («διαθαλεῑ ἡμᾱς ἅπαντας καὶ κράγον κεκράξεται», <b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αιτ. εν. του [[κραγός]], που λειτουργεί επιρρηματικά στο ρ., του οποίου αποτελεί σύστοιχο [[αντικείμενο]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>βάδον</i>, <i>βαδίζει</i>)].
|mltxt=[[κραγόν]] (AM, Α και κράγον)<br /><b>επίρρ.</b> με [[κραυγή]], με [[ξεφωνητό]] («διαθαλεῖ ἡμᾶς ἅπαντας καὶ κράγον κεκράξεται», <b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αιτ. εν. του [[κραγός]], που λειτουργεί επιρρηματικά στο ρ., του οποίου αποτελεί σύστοιχο [[αντικείμενο]] ([[πρβλ]]. <i>βάδον</i>, <i>βαδίζει</i>)].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κρᾰγόν:''' ουδ. μτχ. αορ. βʹ του [[κράζω]].
|lsmtext='''κρᾰγόν:''' ουδ. μτχ. αορ. βʹ του [[κράζω]].
}}
{{elru
|elrutext='''κρᾰγόν:''' adv. криком, во все горло (κράζειν Arph.).
}}
{{pape
|ptext=<i>[[laut]] [[schreiend]]</i>; κραγὸν κεκράξεται Ar. <i>Eq</i>. 485.
}}
}}

Latest revision as of 16:36, 24 November 2022

Greek (Liddell-Scott)

κρᾰγόν: Ἀριστοφ. Ἱππ. 487, ἴδε ἐν λέξ. κράζω.

Greek Monolingual

κραγόν (AM, Α και κράγον)
επίρρ. με κραυγή, με ξεφωνητό («διαθαλεῖ ἡμᾶς ἅπαντας καὶ κράγον κεκράξεται», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αιτ. εν. του κραγός, που λειτουργεί επιρρηματικά στο ρ., του οποίου αποτελεί σύστοιχο αντικείμενο (πρβλ. βάδον, βαδίζει)].

Greek Monotonic

κρᾰγόν: ουδ. μτχ. αορ. βʹ του κράζω.

Russian (Dvoretsky)

κρᾰγόν: adv. криком, во все горло (κράζειν Arph.).

German (Pape)

laut schreiend; κραγὸν κεκράξεται Ar. Eq. 485.