λεωσφέτερος: Difference between revisions

(5)
m (LSJ1 replacement)
 
(13 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=leosfeteros
|Transliteration C=leosfeteros
|Beta Code=lewsfe/teros
|Beta Code=lewsfe/teros
|Definition=ον, only in <span class="bibl">Hdt.9.33</span>, <b class="b3">λεωσφέτερον ἐποιήσαντο Τεισαμενόν</b> made him <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">one of their own people, their fellow-citizen</b>.</span>
|Definition=λεωσφέτερον, only in [[Herodotus|Hdt.]]9.33, <b class="b3">λεωσφέτερον ἐποιήσαντο Τεισαμενόν</b> made him [[one of their own people]], [[their fellow-citizen]].
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />[[compatriote]], [[concitoyen]].<br />'''Étymologie:''' [[λεώς]], [[σφέτερος]].
}}
{{pape
|ptext=λεωσφ. ἐποιήσαντο Τισαμενόν, Her. 9.33, <i>sie machten den Tisamenus zu Einem von [[ihrem]] Volke, zu [[ihrem]] [[Mitbürger]]</i>, [[wofür]] [[nachher]] πολίτην σφέτερον steht; Reiske wollte λεῷ σφέτερον [[ändern]].
}}
{{elru
|elrutext='''λεωσφέτερος:''' ὁ [[согражданин]], [[соотечественник]] Her.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''λεωσφέτερος''': -ον, μόνον ἐν Ἡροδ. 9. 33, λεωσφέτερον ἐποιήσαντο Τισαμενόν, κητέστησαν αὐτὸν συμπολίτην ἑαυτῶν.
|lstext='''λεωσφέτερος''': -ον, μόνον ἐν Ἡροδ. 9. 33, λεωσφέτερον ἐποιήσαντο Τισαμενόν, κητέστησαν αὐτὸν συμπολίτην ἑαυτῶν.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />compatriote, concitoyen.<br />'''Étymologie:''' [[λεώς]], [[σφέτερος]].
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 21: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''λεωσφέτερος:''' -ον, πολιτογραφημένος, [[συμπολίτης]], σε Ηρόδ.
|lsmtext='''λεωσφέτερος:''' -ον, πολιτογραφημένος, [[συμπολίτης]], σε Ηρόδ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=λεω-[[σφέτερος]], ον<br />one of [[their]] own [[people]], a [[fellow]]-[[citizen]], Hdt.
}}
}}

Latest revision as of 12:07, 4 September 2023

English (LSJ)

λεωσφέτερον, only in Hdt.9.33, λεωσφέτερον ἐποιήσαντο Τεισαμενόν made him one of their own people, their fellow-citizen.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
compatriote, concitoyen.
Étymologie: λεώς, σφέτερος.

German (Pape)

λεωσφ. ἐποιήσαντο Τισαμενόν, Her. 9.33, sie machten den Tisamenus zu Einem von ihrem Volke, zu ihrem Mitbürger, wofür nachher πολίτην σφέτερον steht; Reiske wollte λεῷ σφέτερον ändern.

Russian (Dvoretsky)

λεωσφέτερος:согражданин, соотечественник Her.

Greek (Liddell-Scott)

λεωσφέτερος: -ον, μόνον ἐν Ἡροδ. 9. 33, λεωσφέτερον ἐποιήσαντο Τισαμενόν, κητέστησαν αὐτὸν συμπολίτην ἑαυτῶν.

Greek Monolingual

λεωσφέτερος, -ον (Α)
συμπολίτης («Λακεδαιμόνιοι ἐποιήσαντο λεωσφέτερον [τεισαμενόν]», Ηρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λέω- (βλ. λαο-) + σφέτερος «δικός τους»].

Greek Monotonic

λεωσφέτερος: -ον, πολιτογραφημένος, συμπολίτης, σε Ηρόδ.

Middle Liddell

λεω-σφέτερος, ον
one of their own people, a fellow-citizen, Hdt.