λογομάχος: Difference between revisions
From LSJ
ἔνδον σκάπτε, ἔνδον ἡ πηγή τοῦ ἀγαθοῦ καί ἀεί ἀναβλύειν δυναμένη, ἐάν ἀεί σκάπτῃς → Dig within. Within is the wellspring of Good; and it is always ready to bubble up, if you just dig. | Look within. Within is the fountain of the good, and it will ever bubble up, if thou wilt ever dig.
(5) |
m (pape replacement) |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 7: | Line 7: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''λογομάχος:''' -ον ([[μάχομαι]]), αυτός που μάχεται με τα [[λόγια]] ή τις λέξεις. | |lsmtext='''λογομάχος:''' -ον ([[μάχομαι]]), αυτός που μάχεται με τα [[λόγια]] ή τις λέξεις. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=λογο-μάχος, ον [[μάχομαι]]<br />[[warring]] [[about]] words. | |||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=<i>mit Worten [[streitend]], [[zankend]]</i>, Sp.; – <i>um [[Wörter]] [[streitend]], [[Wortkrittler]]</i>, von den Grammatikern und [[Sophisten]], Sp. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 16:50, 24 November 2022
Greek (Liddell-Scott)
λογομάχος: -ον, ὁ μαχόμενος περὶ λόγων ἢ λέξεων, Achmes Ὀνειρ. 12.
Greek Monolingual
ο (Α λογομάχος)
αυτός που μάχεται με λόγια, αυτός που φιλονικεί, φιλόνικος, εριστικός
αρχ.
αυτός που αντιμάχεται τον Λόγο.
Greek Monotonic
λογομάχος: -ον (μάχομαι), αυτός που μάχεται με τα λόγια ή τις λέξεις.
Middle Liddell
λογο-μάχος, ον μάχομαι
warring about words.
German (Pape)
mit Worten streitend, zankend, Sp.; – um Wörter streitend, Wortkrittler, von den Grammatikern und Sophisten, Sp.