ὀσφρόμενος: Difference between revisions

From LSJ

οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time

Source
(5)
(3b)
 
Line 4: Line 4:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὀσφρόμενος:''' μτχ. αορ. βʹ του [[ὀσφραίνομαι]].
|lsmtext='''ὀσφρόμενος:''' μτχ. αορ. βʹ του [[ὀσφραίνομαι]].
}}
{{elru
|elrutext='''ὀσφρόμενος:''' part. к [[ὀσφραίνομαι]].
}}
}}

Latest revision as of 01:16, 1 January 2019

French (Bailly abrégé)

part. ao.2 Moy. de ὀσφραίνω.

Greek Monotonic

ὀσφρόμενος: μτχ. αορ. βʹ του ὀσφραίνομαι.

Russian (Dvoretsky)

ὀσφρόμενος: part. к ὀσφραίνομαι.