ἐκθηριόομαι: Difference between revisions

From LSJ

ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat

Source
(2)
m (Text replacement - "mdlsjtxt=<br />" to "mdlsjtxt=")
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{elru
|elrutext='''ἐκθηριόομαι:''' [[превращаться в дикого зверя]], [[дичать]] Eur.
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐκθηριόομαι''': παθ., [[γίνομαι]] [[ὅλως]] [[θηριώδης]], ἐξαγριοῦμαι, Λατ. efferari, Εὐρ. Βάκχ. 1332, Φίλων 1. 430 - τὸ ἐνεργ. ἀπαντᾷ παρὰ Τζέτζῃ (Ἱστ. 3. 948: «[[μήπως]] ἐκθηριώσωσιν ἐκείνους τῇ βαδίσει»).
|lstext='''ἐκθηριόομαι''': παθ., [[γίνομαι]] [[ὅλως]] [[θηριώδης]], ἐξαγριοῦμαι, Λατ. efferari, Εὐρ. Βάκχ. 1332, Φίλων 1. 430 - τὸ ἐνεργ. ἀπαντᾷ παρὰ Τζέτζῃ (Ἱστ. 3. 948: «[[μήπως]] ἐκθηριώσωσιν ἐκείνους τῇ βαδίσει»).
Line 5: Line 8:
|lsmtext='''ἐκθηριόομαι:''' Παθ., [[γίνομαι]] ολοκληρωτικά [[θηρίο]], εξαγριώνομαι, Λατ. efferari, σε Ευρ.
|lsmtext='''ἐκθηριόομαι:''' Παθ., [[γίνομαι]] ολοκληρωτικά [[θηρίο]], εξαγριώνομαι, Λατ. efferari, σε Ευρ.
}}
}}
{{elru
{{mdlsj
|elrutext='''ἐκθηριόομαι:''' превращаться в дикого зверя, дичать Eur.
|mdlsjtxt=Pass. to [[become]] [[quite]] [[savage]], Lat. efferari, Eur.
}}
}}

Latest revision as of 11:36, 3 March 2024

Russian (Dvoretsky)

ἐκθηριόομαι: превращаться в дикого зверя, дичать Eur.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκθηριόομαι: παθ., γίνομαι ὅλως θηριώδης, ἐξαγριοῦμαι, Λατ. efferari, Εὐρ. Βάκχ. 1332, Φίλων 1. 430 - τὸ ἐνεργ. ἀπαντᾷ παρὰ Τζέτζῃ (Ἱστ. 3. 948: «μήπως ἐκθηριώσωσιν ἐκείνους τῇ βαδίσει»).

Greek Monotonic

ἐκθηριόομαι: Παθ., γίνομαι ολοκληρωτικά θηρίο, εξαγριώνομαι, Λατ. efferari, σε Ευρ.

Middle Liddell

Pass. to become quite savage, Lat. efferari, Eur.