Σαρδόνιος: Difference between revisions

From LSJ

Θησαυρός ἐστι τῶν κακῶν κακὴ γυνή → Ingens mali thesaurus est mulier mala → Ein Schatz an allem Schlechten ist ein schlechtes Weib

Menander, Monostichoi, 233
(4)
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext=)(.*)(\n}}\n{{elru\n\|elrutext=)(.*)}}" to "$1$2<br />$4}}")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
(6 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{LSJ2
|Full diacritics=Σαρδόνιος
|Medium diacritics=Σαρδόνιος
|Low diacritics=Σαρδόνιος
|Capitals=ΣΑΡΔΟΝΙΟΣ
|Transliteration A=Sardónios
|Transliteration B=Sardonios
|Transliteration C=Sardonios
|Beta Code=&#42;sardo/nios
|Definition=v. sub [[Σαρδώ]].
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=α, ον :<br />de Sardaigne ; [[οἱ]] Σαρδόνιοι les Sardes.<br />'''Étymologie:''' [[Σαρδώ]].
|btext=α, ον :<br />de Sardaigne ; οἱ Σαρδόνιοι les Sardes.<br />'''Étymologie:''' [[Σαρδώ]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[Σαρδώνιος]], -ία, -ον, Α<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη νήσο [[Σαρδώ]] ή ο [[κάτοικος]] της Σαρδούς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. έχει σχηματιστεί από το θ. της γεν. του ον. [[Σαρδώ]], η οποία απαντά και με την [[μορφή]] <i>Σαρδ</i>-<i>όνος</i> (όπως θα σχηματιζόταν από τ. ονομαστικής <i>Σαρδών</i>) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιος</i>].
|mltxt=και [[Σαρδώνιος]], -ία, -ον, Α<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη νήσο [[Σαρδώ]] ή ο [[κάτοικος]] της Σαρδούς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Η λ. έχει σχηματιστεί από το θ. της γεν. του ον. [[Σαρδώ]], η οποία απαντά και με την [[μορφή]] <i>Σαρδ</i>-<i>όνος</i> (όπως θα σχηματιζόταν από τ. ονομαστικής <i>Σαρδών</i>) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιος</i>].
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''Σαρδόνιος:''' <b class="num">II</b> ὁ уроженец или житель Сардинии Her.
|elrutext='''Σαρδόνιος:''' <b class="num">II</b> ὁ [[уроженец или житель Сардинии]] Her.<br />'''Σαρδόνιος:''' [[сардинский]] Her., Theocr.
}}
}}
{{elru
{{WoodhouseReversedUncategorized
|elrutext='''Σαρδόνιος:''' сардинский Her., Theocr.
|woodrun=[[Sardinian]]
}}
}}

Latest revision as of 22:44, 23 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Σαρδόνιος Medium diacritics: Σαρδόνιος Low diacritics: Σαρδόνιος Capitals: ΣΑΡΔΟΝΙΟΣ
Transliteration A: Sardónios Transliteration B: Sardonios Transliteration C: Sardonios Beta Code: *sardo/nios

English (LSJ)

v. sub Σαρδώ.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
de Sardaigne ; οἱ Σαρδόνιοι les Sardes.
Étymologie: Σαρδώ.

Greek Monolingual

και Σαρδώνιος, -ία, -ον, Α
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη νήσο Σαρδώ ή ο κάτοικος της Σαρδούς.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Η λ. έχει σχηματιστεί από το θ. της γεν. του ον. Σαρδώ, η οποία απαντά και με την μορφή Σαρδ-όνος (όπως θα σχηματιζόταν από τ. ονομαστικής Σαρδών) + κατάλ. -ιος].

Russian (Dvoretsky)

Σαρδόνιος: IIуроженец или житель Сардинии Her.
Σαρδόνιος: сардинский Her., Theocr.

English (Woodhouse)

Sardinian

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)