φιλοπονία: Difference between revisions

(4b)
mNo edit summary
 
(16 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=filoponia
|Transliteration C=filoponia
|Beta Code=filoponi/a
|Beta Code=filoponi/a
|Definition=ἡ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">love of labour, industry</b>, <span class="bibl">Pl.<span class="title">R.</span>535d</span>, <span class="title">Stoic.</span>3.64, 171, Phld.<span class="title">Rh.</span>1.115 S., <span class="title">TAM</span>2(1).283 (Xanthus); καρτερία καὶ φ. Pl.<span class="title">Alc.</span>1.122c; ἡ περὶ τὴν παιδείαν φ. <span class="bibl">Isoc. 1.45</span>; pl., <span class="bibl">Id.15.291</span>, <span class="bibl">Plb.8.10.6</span>, etc.; <b class="b3">ἡ τῶν δρόμων φ</b>. <b class="b2">laborious practice</b> of... <span class="bibl">D.61.24</span>; <b class="b3">φ. ἐν τοῖς γυμνασίοις</b> ib.26; so, as an event in competitions of <b class="b3">ἔφηβοι</b>, <span class="title">SIG</span>1061.5 (Samos, ii A. D.).</span>
|Definition=ἡ, [[love of labour]], [[love of work]], [[love of toil]], [[industriousness]], [[industry]], [[Plato|Pl.]]''[[Republic|R.]]'' 535d, ''Stoic.''3.64, 171, Phld.''Rh.''1.115 S., ''TAM''2(1).283 (Xanthus); [[καρτερία]] καὶ φιλοπονία Pl.''Alc.''1.122c; ἡ περὶ τὴν παιδείαν φιλοπονία Isoc. 1.45; pl., Id.15.291, Plb.8.10.6, etc.; <b class="b3">ἡ τῶν δρόμων φιλοπονία</b> [[laborious]] [[practice]] of... D.61.24; <b class="b3">φιλοπονία ἐν τοῖς γυμνασίοις</b> ib.26; so, as an event in [[competition]]s of [[ἔφηβοι]], ''SIG''1061.5 (Samos, ii A. D.).
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1284.png Seite 1284]] ἡ, Liebe, Lust zur Arbeit, Arbeitsamkeit; Plat. Rep. VII, 535 c; καὶ [[καρτερία]] Alc. I, 122 c; [[περί]] τι, Isocr. 1, 45; Pol. 8, 12, 6.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1284.png Seite 1284]] ἡ, [[Liebe zur Arbeit]], [[Lust zur Arbeit]], [[Arbeitsamkeit]]; Plat. Rep. VII, 535 c; καὶ [[καρτερία]] Alc. I, 122 c; [[περί]] τι, Isocr. 1, 45; Pol. 8, 12, 6.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />[[amour du travail]], [[habitudes laborieuses]].<br />'''Étymologie:''' [[φιλόπονος]].
}}
{{elru
|elrutext='''φιλοπονία:''' ἡ [[трудолюбие]], [[усердие]], [[прилежание]] Plat., Polyb.: ἡ περί τι φ. Isocr. и ἡ φ. τινός Dem. усиленная работа над чем-л.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''φῐλοπονία''': ἡ, ἡ πρὸς τοὺς κόπους [[ἀγάπη]], ἡ [[ἀγάπη]] τῆς ἐργασίας, ἐργατικότης, [[φιλεργία]], Πλάτ. Πολ. 535C, D· φιλ. καὶ [[καρτερία]] ὁ αὐτ. ἐν Ἀλκ. 1. 122C· ἡ [[περί]] τι φ. Ἰσοκρ. 12Α· πληθ., ὁ αὐτ. π. Ἀντιδ. §, 310, Πολύβ., κλπ.· φ. τινός, ἡ [[μετὰ]] κόπου [[ἐξεργασία]] πράγματός τινος, Δημ. 1408, 21· οὕτω, φ. ἐν τοῖς γυμνασίοις ὁ αὐτ. 1409. 11.
|lstext='''φῐλοπονία''': ἡ, ἡ πρὸς τοὺς κόπους [[ἀγάπη]], ἡ [[ἀγάπη]] τῆς ἐργασίας, ἐργατικότης, [[φιλεργία]], Πλάτ. Πολ. 535C, D· φιλ. καὶ [[καρτερία]] ὁ αὐτ. ἐν Ἀλκ. 1. 122C· ἡ [[περί]] τι φ. Ἰσοκρ. 12Α· πληθ., ὁ αὐτ. π. Ἀντιδ. §, 310, Πολύβ., κλπ.· φ. τινός, ἡ μετὰ κόπου [[ἐξεργασία]] πράγματός τινος, Δημ. 1408, 21· οὕτω, φ. ἐν τοῖς γυμνασίοις ὁ αὐτ. 1409. 11.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />amour du travail, habitudes laborieuses.<br />'''Étymologie:''' [[φιλόπονος]].
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''φῐλοπονία:''' ἡ, [[αγάπη]] για δουλειά, [[εργατικότητα]], [[δραστηριότητα]], σε Πλάτ.· [[φιλοπονία]] τινός, κοπιαστική δουλειά για κάποιο [[πράγμα]], σε Δημ.
|lsmtext='''φῐλοπονία:''' ἡ, [[αγάπη]] για δουλειά, [[εργατικότητα]], [[δραστηριότητα]], σε Πλάτ.· [[φιλοπονία]] τινός, κοπιαστική δουλειά για κάποιο [[πράγμα]], σε Δημ.
}}
}}
{{elru
{{mdlsj
|elrutext='''φιλοπονία:''' трудолюбие, усердие, прилежание Plat., Polyb.: ἡ περί τι φ. Isocr. и ἡ φ. τινός Dem. усиленная работа над чем-л.
|mdlsjtxt=φῐλοπονία, ἡ,<br />[[love]] of [[labour]], [[laboriousness]], [[industry]], Plat.; φ. τινός [[laborious]] [[practice]] of a [[thing]], Dem.
}}
{{WoodhouseReversedUncategorized
|woodrun=[[diligence]], [[industry]]
}}
}}

Latest revision as of 19:52, 1 November 2023

English (LSJ)

ἡ, love of labour, love of work, love of toil, industriousness, industry, Pl.R. 535d, Stoic.3.64, 171, Phld.Rh.1.115 S., TAM2(1).283 (Xanthus); καρτερία καὶ φιλοπονία Pl.Alc.1.122c; ἡ περὶ τὴν παιδείαν φιλοπονία Isoc. 1.45; pl., Id.15.291, Plb.8.10.6, etc.; ἡ τῶν δρόμων φιλοπονία laborious practice of... D.61.24; φιλοπονία ἐν τοῖς γυμνασίοις ib.26; so, as an event in competitions of ἔφηβοι, SIG1061.5 (Samos, ii A. D.).

German (Pape)

[Seite 1284] ἡ, Liebe zur Arbeit, Lust zur Arbeit, Arbeitsamkeit; Plat. Rep. VII, 535 c; καὶ καρτερία Alc. I, 122 c; περί τι, Isocr. 1, 45; Pol. 8, 12, 6.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
amour du travail, habitudes laborieuses.
Étymologie: φιλόπονος.

Russian (Dvoretsky)

φιλοπονία:трудолюбие, усердие, прилежание Plat., Polyb.: ἡ περί τι φ. Isocr. и ἡ φ. τινός Dem. усиленная работа над чем-л.

Greek (Liddell-Scott)

φῐλοπονία: ἡ, ἡ πρὸς τοὺς κόπους ἀγάπη, ἡ ἀγάπη τῆς ἐργασίας, ἐργατικότης, φιλεργία, Πλάτ. Πολ. 535C, D· φιλ. καὶ καρτερία ὁ αὐτ. ἐν Ἀλκ. 1. 122C· ἡ περί τι φ. Ἰσοκρ. 12Α· πληθ., ὁ αὐτ. π. Ἀντιδ. §, 310, Πολύβ., κλπ.· φ. τινός, ἡ μετὰ κόπου ἐξεργασία πράγματός τινος, Δημ. 1408, 21· οὕτω, φ. ἐν τοῖς γυμνασίοις ὁ αὐτ. 1409. 11.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ φιλόπονος
η ιδιότητα του φιλόπονου, φιλεργία, εργατικότητα
αρχ.
φρ. «φιλοπονία τινός» — η κοπιαστική επεξεργασία ενός πράγματος (Δημοσθ.).

Greek Monotonic

φῐλοπονία: ἡ, αγάπη για δουλειά, εργατικότητα, δραστηριότητα, σε Πλάτ.· φιλοπονία τινός, κοπιαστική δουλειά για κάποιο πράγμα, σε Δημ.

Middle Liddell

φῐλοπονία, ἡ,
love of labour, laboriousness, industry, Plat.; φ. τινός laborious practice of a thing, Dem.

English (Woodhouse)

diligence, industry