ὑπερώϊος: Difference between revisions
From LSJ
Φιλοσοφίαν δὲ τὴν μὲν κατὰ φύσιν, ὦ Βασιλεῦ, ἐπαίνει καὶ ἀσπάζου, τὴν δέ θεοκλυτεῖν φάσκουσαν παραίτου. → Praise and revere, O King, the philosophy that accords with nature, and avoid that which pretends to invoke the gods. (Philostratus, Ap. 5.37)
(4b) |
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
||
(2 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=yperoios | |Transliteration C=yperoios | ||
|Beta Code=u(perw/i+os | |Beta Code=u(perw/i+os | ||
|Definition=η, ον, | |Definition=η, ον, v. [[ὑπερῷος]]. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 11:07, 24 August 2022
English (LSJ)
η, ον, v. ὑπερῷος.
German (Pape)
[Seite 1205] s. ὑπερῷος.
French (Bailly abrégé)
v. ὑπερῷος.
Greek Monolingual
-α, -ο / ὑπερώιος, -ωΐη, -ον, ΝΑ, θηλ. και -ος Α
νεοελλ.
1. ανατ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην υπερώα (α. «υπερώια οστά» β. «υπερώια απόφυση» γ. «υπερώια πτυχή»)
2. φρ. «υπερώιο ιστίο»
ανατ. η μαλακή υπερώα
αρχ.
ο ὑπερῴος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. με τη νεοελλ. σημ. < υπερώα, ενώ με την αρχ. σημ. είναι παρλλ. του ὑπερῷος].
Russian (Dvoretsky)
ὑπερώϊος: Hom. = ὑπερῷος.