ἀτερμάτιστος: Difference between revisions

From LSJ

Μὴ τοὺς κακοὺς οἴκτειρε πράττοντας κακῶς → Malorum ne miserere fortunae malae → Bedaure nicht die Schlechten für ihr schlechtes Los

Menander, Monostichoi, 345
(1b)
m (Text replacement - "D.S." to "D.S.")
 
(7 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=atermatistos
|Transliteration C=atermatistos
|Beta Code=a)terma/tistos
|Beta Code=a)terma/tistos
|Definition=[<b class="b3">μᾰ], ον,</b> <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">unbounded</b>, ἐπιθυμία <span class="bibl">D.S.19.1</span>, cf. Gal.19.472. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> = [[ἀβέβαιος]], [[ἀθεμελίωτος]], Hsch.</span>
|Definition=[μᾰ], ον,<br><span class="bld">A</span> [[unbounded]], ἐπιθυμία [[Diodorus Siculus|D.S.]]19.1, cf. Gal.19.472.<br><span class="bld">II</span> = [[ἀβέβαιος]], [[ἀθεμελίωτος]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[ilimitado]] ἐπιθυμία [[Diodorus Siculus|D.S.]]19.1, cf. Gal.19.472, εἰρήνη Basil.M.30.513B.<br /><b class="num">2</b> [[inseguro]] σκάφος Thdt.M.82.64B, cf. Hsch.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0385.png Seite 385]] nuendlich, unbegränzt, [[ἐπιθυμία]] D. Sic. 19, 1 u. a. Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0385.png Seite 385]] nuendlich, unbegränzt, [[ἐπιθυμία]] D. Sic. 19, 1 u. a. Sp.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀτερμάτιστος:''' [[беспредельный]], [[бесконечный]] Diod.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀτερμάτιστος''': -ον, [[ἀπεριόριστος]], [[ἄπειρος]], [[ἄμετρος]], ἐπιθυμία Διόδ. 19. 1· [[χρόνος]] Εὐσέβ. - [[ὡσαύτως]], ἀτέρμαντος, ον, Ἀπολλιν. Ψαλμ. ια΄, 17 κ. ἀλλ.
|lstext='''ἀτερμάτιστος''': -ον, [[ἀπεριόριστος]], [[ἄπειρος]], [[ἄμετρος]], ἐπιθυμία Διόδ. 19. 1· [[χρόνος]] Εὐσέβ. - [[ὡσαύτως]], ἀτέρμαντος, ον, Ἀπολλιν. Ψαλμ. ια΄, 17 κ. ἀλλ.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[ilimitado]] ἐπιθυμία D.S.19.1, cf. Gal.19.472, εἰρήνη Basil.M.30.513B.<br /><b class="num">2</b> [[inseguro]] σκάφος Thdt.M.82.64B, cf. Hsch.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀτερμάτιστος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν έχει [[τέρμα]], [[ατέλειωτος]]<br /><b>2.</b> [[εκείνος]] που δεν έχει τερματιστεί, μισοτελειωμένος<br /><b>αρχ.</b><br />[[απεριόριστος]], [[άμετρος]].
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀτερμάτιστος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν έχει [[τέρμα]], [[ατέλειωτος]]<br /><b>2.</b> [[εκείνος]] που δεν έχει τερματιστεί, μισοτελειωμένος<br /><b>αρχ.</b><br />[[απεριόριστος]], [[άμετρος]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀτερμάτιστος:''' беспредельный, бесконечный Diod.
}}
}}

Latest revision as of 07:55, 27 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀτερμάτιστος Medium diacritics: ἀτερμάτιστος Low diacritics: ατερμάτιστος Capitals: ΑΤΕΡΜΑΤΙΣΤΟΣ
Transliteration A: atermátistos Transliteration B: atermatistos Transliteration C: atermatistos Beta Code: a)terma/tistos

English (LSJ)

[μᾰ], ον,
A unbounded, ἐπιθυμία D.S.19.1, cf. Gal.19.472.
II = ἀβέβαιος, ἀθεμελίωτος, Hsch.

Spanish (DGE)

-ον
1 ilimitado ἐπιθυμία D.S.19.1, cf. Gal.19.472, εἰρήνη Basil.M.30.513B.
2 inseguro σκάφος Thdt.M.82.64B, cf. Hsch.

German (Pape)

[Seite 385] nuendlich, unbegränzt, ἐπιθυμία D. Sic. 19, 1 u. a. Sp.

Russian (Dvoretsky)

ἀτερμάτιστος: беспредельный, бесконечный Diod.

Greek (Liddell-Scott)

ἀτερμάτιστος: -ον, ἀπεριόριστος, ἄπειρος, ἄμετρος, ἐπιθυμία Διόδ. 19. 1· χρόνος Εὐσέβ. - ὡσαύτως, ἀτέρμαντος, ον, Ἀπολλιν. Ψαλμ. ια΄, 17 κ. ἀλλ.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀτερμάτιστος, -ον)
νεοελλ.
1. αυτός που δεν έχει τέρμα, ατέλειωτος
2. εκείνος που δεν έχει τερματιστεί, μισοτελειωμένος
αρχ.
απεριόριστος, άμετρος.