Νύσιος: Difference between revisions
From LSJ
καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled
(3b) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br") |
||
(2 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{LSJ2 | |||
|Full diacritics=Νύσιος | |||
|Medium diacritics=Νύσιος | |||
|Low diacritics=Νύσιος | |||
|Capitals=ΝΥΣΙΟΣ | |||
|Transliteration A=Nýsios | |||
|Transliteration B=Nysios | |||
|Transliteration C=Nysios | |||
|Beta Code=*nu/sios | |||
|Definition=v. sub [[Νῦσα]]. | |||
}} | |||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=α, ον :<br />de Nysa.<br />'''Étymologie:''' v. [[Νυσήϊος]]. | |btext=α, ον :<br />[[de Nysa]].<br />'''Étymologie:''' v. [[Νυσήϊος]]. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[Νύσιος]], -ία, -ον (Α) [[Νύσα]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη Νύσα, [[πόλη]] ή [[τόπο]] αφιερωμένο στον Διόνυσο<br /><b>2.</b> (το αρσ. ως προσηγορικό) | |mltxt=[[Νύσιος]], -ία, -ον (Α) [[Νύσα]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη Νύσα, [[πόλη]] ή [[τόπο]] αφιερωμένο στον Διόνυσο<br /><b>2.</b> (το αρσ. ως προσηγορικό) ὁ [[νύσιος]]<br />το [[φυτό]] [[κισσός]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «Νυσίαι νύμφαι» — οι [[Νυσηίδες]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''Νύσιος:''' (ῠ) HH, Soph. = [[Νυσαῖος]] I. | |elrutext='''Νύσιος:''' (ῠ) HH, Soph. = [[Νυσαῖος]] I. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 12:50, 8 January 2023
English (LSJ)
v. sub Νῦσα.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
de Nysa.
Étymologie: v. Νυσήϊος.
Greek Monolingual
Νύσιος, -ία, -ον (Α) Νύσα
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη Νύσα, πόλη ή τόπο αφιερωμένο στον Διόνυσο
2. (το αρσ. ως προσηγορικό) ὁ νύσιος
το φυτό κισσός
3. φρ. «Νυσίαι νύμφαι» — οι Νυσηίδες.
Russian (Dvoretsky)
Νύσιος: (ῠ) HH, Soph. = Νυσαῖος I.