πρόσεργος: Difference between revisions

From LSJ

οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιον ἡ ὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → for health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking

Source
(4)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
 
(4 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 3: Line 3:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που προσφέρει [[ακόμη]] περισσότερο [[έργο]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ [[πρόσεργον]]<br />α) [[κέρδος]] από χρήματα, [[τόκος]]<br />β) έκτακτη, πρόσθετη [[εργασία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προσ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἔργον]] (<b>πρβλ.</b> <i>πάρ</i>-<i>εργον</i>)].
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που προσφέρει [[ακόμη]] περισσότερο [[έργο]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> τὸ [[πρόσεργον]]<br />α) [[κέρδος]] από χρήματα, [[τόκος]]<br />β) έκτακτη, πρόσθετη [[εργασία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προσ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἔργον]] ([[πρβλ]]. [[πάρεργον]])].
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=πρόσεργος -ον [πρός, ἔργον] behulpzaam:. τὸν πρόσεργον ἄτρακον de behulpzame spoel AP 6.288.3.
|elnltext=πρόσεργος -ον &#91;[[πρός]], [[ἔργον]]] [[behulpzaam]]:. τὸν πρόσεργον ἄτρακον de behulpzame spoel AP 6.288.3.
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''πρόσεργος:''' постоянно работающий, неутомимый ([[ἄτρακτος]] Anth.).
|elrutext='''πρόσεργος:''' [[постоянно работающий]], [[неутомимый]] ([[ἄτρακτος]] Anth.).
}}
}}

Latest revision as of 16:05, 11 May 2023

German (Pape)

[Seite 762] zur Arbeit gehörig, ἄτρακτος, Leon. Tar. 8 (VI, 288).

Greek Monolingual

-ον, Α
1. αυτός που προσφέρει ακόμη περισσότερο έργο
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ πρόσεργον
α) κέρδος από χρήματα, τόκος
β) έκτακτη, πρόσθετη εργασία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + ἔργον (πρβλ. πάρεργον)].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πρόσεργος -ον [πρός, ἔργον] behulpzaam:. τὸν πρόσεργον ἄτρακον de behulpzame spoel AP 6.288.3.

Russian (Dvoretsky)

πρόσεργος: постоянно работающий, неутомимый (ἄτρακτος Anth.).