τωὐτό: Difference between revisions

From LSJ

παραβλύζειν τοῦ οἴνου ἐν τῷ ὕπνωdisgorge wine in one's sleep, belch a bit of wine in one's sleep

Source
(4b)
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2")
 
(4 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{ls
|lstext='''τωὐτό''': (οὐχὶ τωϋτο ἢ τὠυτό), γεν. τωὐτοῦ, δοτικ. τωὐτῷ, κατὰ Ἰων. κρᾶσιν ἀντὶ τὸ αὐτό, κτλ.
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>crase ion. p.</i> τὸ [[αὐτό]] la même chose.
|btext=<i>crase ion. p.</i> τὸ [[αὐτό]] la même chose.
}}
}}
{{lsm
{{elnl
|lsmtext='''τωὐτό:''' (όχι <i>τωϋτό</i> ή <i>τὠυτό</i>), γεν. <i>τωὐτοῦ</i>, δοτ. [[τωὐτῷ]], Ιων. [[κράση]] αντί τὸ [[αὐτό]] κ.λπ.
|elnltext=τωὐτό en τωῦτο Ion. en Aeol. crasis voor τὸ αὐτό.
}}
{{pape
|ptext=ion. = τὸ [[αὐτό]], Her.
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''τωὐτό:''' (gen. [[τωὐτέου]], dat. [[τωὐτῷ]]) ион. = τὸ [[αὐτό]].
|elrutext='''τωὐτό:''' (gen. [[τωὐτέου]], dat. [[τωὐτῷ]]) ион. = τὸ [[αὐτό]].
}}
{{ls
|lstext='''τωὐτό''': (οὐχὶ τωϋτο ἢ τὠυτό), γεν. τωὐτοῦ, δοτικ. τωὐτῷ, κατὰ Ἰων. κρᾶσιν ἀντὶ τὸ αὐτό, κτλ.
}}
{{lsm
|lsmtext='''τωὐτό:''' (όχι <i>τωϋτό</i> ή <i>τὠυτό</i>), γεν. <i>τωὐτοῦ</i>, δοτ. [[τωὐτῷ]], Ιων. [[κράση]] αντί τὸ [[αὐτό]] κ.λπ.
}}
}}

Latest revision as of 12:42, 30 November 2022

French (Bailly abrégé)

crase ion. p. τὸ αὐτό la même chose.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

τωὐτό en τωῦτο Ion. en Aeol. crasis voor τὸ αὐτό.

German (Pape)

ion. = τὸ αὐτό, Her.

Russian (Dvoretsky)

τωὐτό: (gen. τωὐτέου, dat. τωὐτῷ) ион. = τὸ αὐτό.

Greek (Liddell-Scott)

τωὐτό: (οὐχὶ τωϋτο ἢ τὠυτό), γεν. τωὐτοῦ, δοτικ. τωὐτῷ, κατὰ Ἰων. κρᾶσιν ἀντὶ τὸ αὐτό, κτλ.

Greek Monotonic

τωὐτό: (όχι τωϋτό ή τὠυτό), γεν. τωὐτοῦ, δοτ. τωὐτῷ, Ιων. κράση αντί τὸ αὐτό κ.λπ.