καινόταφος: Difference between revisions

From LSJ

τἄλλαι ... γυναῖκες ... ἀπήλαἁν τὼς ἄνδρας ἀπὸ τῶν ὑσσάκων → the other women diverted the men from their vaginas

Source
(nl)
m (Text replacement - "(\]\]\]) ([a-zA-Z' ]+)(:\. )" to "$1 $2$3")
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />tombeau d’une construction nouvelle <i>ou</i> originale.<br />'''Étymologie:''' [[καινός]], [[τάφος]].
|btext=ος, ον :<br />tombeau d'une construction nouvelle <i>ou</i> originale.<br />'''Étymologie:''' [[καινός]], [[τάφος]].
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 12: Line 12:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=καινόταφος -ον [καινός, τάφος] van een nieuw soort begrafenis:. σχήματι καινοτάφῳ in een nieuwe vorm van begraven AP 7.686.4.
|elnltext=καινόταφος -ον &#91;[[καινός]], [[τάφος]]] [[van een nieuw soort begrafenis]]:. σχήματι καινοτάφῳ in een nieuwe vorm van begraven AP 7.686.4.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=καινό-τᾰφος, ον<br />of a new [[tomb]], Anth.
}}
}}

Latest revision as of 15:33, 29 November 2022

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
tombeau d'une construction nouvelle ou originale.
Étymologie: καινός, τάφος.

Greek Monolingual

καινόταφος, -ον (Α)
(μόνο στη φρ.) «καινόταφον σχῆμα» — νέο, ασυνήθιστο σχήμα τάφου, (Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < καινός + τάφος.

Greek Monotonic

καινότᾰφος: -ον, λέγεται για τον καινούριο τάφο, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

καινότᾰφος: (о могиле) новой формы, необычного вида: σχῆμα καινόταφον Anth. необычная могила.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καινόταφος -ον [καινός, τάφος] van een nieuw soort begrafenis:. σχήματι καινοτάφῳ in een nieuwe vorm van begraven AP 7.686.4.

Middle Liddell

καινό-τᾰφος, ον
of a new tomb, Anth.