καινοφραδής: Difference between revisions

From LSJ

Ἐλεύθερον φύλαττε τὸν σαυτοῦ τρόπον → Te liberum ipse moribus praesta tuis → Die Freiheit wahre deiner eignen Lebensart

Menander, Monostichoi, 144
m (Text replacement - "˙" to "·")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 6: Line 6:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[καινοφραδής]], -ές (Μ)<br />ο εκφρασμένος με καινούργιο τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[καινός]] <span style="color: red;">+</span> -[[φραδής]] (<span style="color: red;"><</span> [[φράζω]] «[[εκφράζω]], [[λέγω]]» ή αμάρτυρο <i>φράδος</i>, το), <b>[[πρβλ]].</b> <i>θεο</i>-[[φραδής]] ολιγο</i>-[[φραδής]].
|mltxt=[[καινοφραδής]], -ές (Μ)<br />ο εκφρασμένος με καινούργιο τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[καινός]] <span style="color: red;">+</span> -[[φραδής]] (<span style="color: red;"><</span> [[φράζω]] «[[εκφράζω]], [[λέγω]]» ή αμάρτυρο <i>φράδος</i>, το), [[πρβλ]]. <i>θεο</i>-[[φραδής]] ολιγο</i>-[[φραδής]].
}}
}}

Latest revision as of 10:20, 23 August 2021

German (Pape)

[Seite 1295] ές, neu ersonnen, Eust.

Greek (Liddell-Scott)

καινοφρᾰδής: -ές, κατὰ καινὸν τρόπον ἐκπεφρασμένος, Εὐστ· Πονήματ. 56. 1.

Greek Monolingual

καινοφραδής, -ές (Μ)
ο εκφρασμένος με καινούργιο τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καινός + -φραδής (< φράζω «εκφράζω, λέγω» ή αμάρτυρο φράδος, το), πρβλ. θεο-φραδής ολιγο-φραδής.