εύνις: Difference between revisions
From LSJ
λύχνον μεθ' ἡμέραν ἅψας περιῄει λέγων ἄνθρωπον ζητῶ → he lit a lamp in broad daylight and said, as he went about, I am looking for a man
m (Text replacement - "———————— " to "<br />") |
m (Text replacement - "εῑ" to "εῖ") |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[εὖνις]], -ιδος και -ιος, ὁ, ἡ (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει στερηθεί από κάποιον ή [[κάτι]], που του λείπει [[κάποιος]], ο [[έρημος]] («ὅς μ' υἱῶν... εὖνιν ἔθηκε», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που δεν έχει [[παιδιά]], ο στερημένος από [[τέκνα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Παράλ. τ. <i>εύνιος</i>. Πιο συγγενές με ορισμένα επίθετα που περιείχαν <i>u</i>- ή <i>va</i>-, όπως αρχ. ινδ. <i>ū</i><i>na</i> «[[ανεπαρκής]]», αβεστ. <i>ŭna</i> «[[ανεπαρκής]]», αρμ. <i>unayn</i> «[[κενός]]», λατ. <i>vanus</i> «[[κενός]], [[μάταιος]]», γοτθ. <i>wans</i> «ελλείπων»].<br /><b>(II)</b><br />[[εὖνις]], -ιδος ἡ (Α) [[ευνή]]<br /><b>1.</b> ευνέτις, συγκοιμωμένη, [[σύζυγος]] («ξὺν | |mltxt=<b>(I)</b><br />[[εὖνις]], -ιδος και -ιος, ὁ, ἡ (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει στερηθεί από κάποιον ή [[κάτι]], που του λείπει [[κάποιος]], ο [[έρημος]] («ὅς μ' υἱῶν... εὖνιν ἔθηκε», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που δεν έχει [[παιδιά]], ο στερημένος από [[τέκνα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Παράλ. τ. <i>εύνιος</i>. Πιο συγγενές με ορισμένα επίθετα που περιείχαν <i>u</i>- ή <i>va</i>-, όπως αρχ. ινδ. <i>ū</i><i>na</i> «[[ανεπαρκής]]», αβεστ. <i>ŭna</i> «[[ανεπαρκής]]», αρμ. <i>unayn</i> «[[κενός]]», λατ. <i>vanus</i> «[[κενός]], [[μάταιος]]», γοτθ. <i>wans</i> «ελλείπων»].<br /><b>(II)</b><br />[[εὖνις]], -ιδος ἡ (Α) [[ευνή]]<br /><b>1.</b> ευνέτις, συγκοιμωμένη, [[σύζυγος]] («ξὺν Ἡρακλεῖ τὸ πρῶτον [[εὖνις]] [[ἑσπόμην]]», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> ([[κατά]] το Μέγα Ετυμολογικόν και αρσ.) ο [[εύνις]]<br />ο [[σύζυγος]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 09:30, 13 October 2022
Greek Monolingual
(I)
εὖνις, -ιδος και -ιος, ὁ, ἡ (Α)
1. αυτός που έχει στερηθεί από κάποιον ή κάτι, που του λείπει κάποιος, ο έρημος («ὅς μ' υἱῶν... εὖνιν ἔθηκε», Ομ. Ιλ.)
2. αυτός που δεν έχει παιδιά, ο στερημένος από τέκνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Παράλ. τ. εύνιος. Πιο συγγενές με ορισμένα επίθετα που περιείχαν u- ή va-, όπως αρχ. ινδ. ūna «ανεπαρκής», αβεστ. ŭna «ανεπαρκής», αρμ. unayn «κενός», λατ. vanus «κενός, μάταιος», γοτθ. wans «ελλείπων»].
(II)
εὖνις, -ιδος ἡ (Α) ευνή
1. ευνέτις, συγκοιμωμένη, σύζυγος («ξὺν Ἡρακλεῖ τὸ πρῶτον εὖνις ἑσπόμην», Σοφ.)
2. (κατά το Μέγα Ετυμολογικόν και αρσ.) ο εύνις
ο σύζυγος.