ὀρσολοπεύω: Difference between revisions

(1ba)
m (Text replacement - " A.''Pers.''" to " A.''Pers.''")
 
(10 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=orsolopeyo
|Transliteration C=orsolopeyo
|Beta Code=o)rsolopeu/w
|Beta Code=o)rsolopeu/w
|Definition=or ὀρσολοπ-έω, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">irritate, provoke</b>, c. acc., <b class="b3">ἦ με βοῶν ἕνεχ' ὧδε χολούμενος ὀρσολοπεύεις</b>; <span class="bibl"><span class="title">h.Merc.</span>308</span>; ὀρσολοπεύει μύθῳ ὀνειδείῳ <span class="bibl">Max. 107</span>:—Pass., <b class="b3">ὀρσολοπεῖται θυμός</b> my heart <b class="b2">is troubled</b>, <span class="bibl">A.<span class="title">Pers.</span>10</span> (anap.).</span>
|Definition=or [[ὀρσολοπέω]], [[irritate]], [[provoke]], c. acc., <b class="b3">ἦ με βοῶν ἕνεχ' ὧδε χολούμενος ὀρσολοπεύεις</b>; ''h.Merc.''308; ὀρσολοπεύει μύθῳ ὀνειδείῳ Max. 107:—Pass., [[ὀρσολοπεῖται θυμός]] = [[my heart is troubled]], [[Aeschylus|A.]]''[[The Persians|Pers.]]''10 (anap.).
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0387.png Seite 387]] u. ὀρσολοπέω, reizen, kränken, anfeinden, anfallen, τινά, ἦ με βοῶν ἕνεχ' ὧδε χολούμενος ὀρσολοπεύεις, H. h. Merc. 308; Phot. erkl. πολεμεῖν, λοιδορεῖν. – Pass., ὀρσολοπεῖται θυμὸς [[ἔσωθεν]], Aesch. Pers. 10 (v. l. ὀρσοπολεῖται), was Hesych. erkl. διαπολεμεῖται, ταράσσεται. Von
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0387.png Seite 387]] u. ὀρσολοπέω, reizen, kränken, anfeinden, anfallen, τινά, ἦ με βοῶν ἕνεχ' ὧδε χολούμενος ὀρσολοπεύεις, H. h. Merc. 308; Phot. erkl. πολεμεῖν, λοιδορεῖν. – Pass., ὀρσολοπεῖται θυμὸς [[ἔσωθεν]], Aesch. Pers. 10 ([[varia lectio|v.l.]] ὀρσοπολεῖται), was Hesych. erkl. διαπολεμεῖται, ταράσσεται. Von
}}
{{bailly
|btext=[[assaillir]], [[harceler]], [[tourmenter]].<br />'''Étymologie:''' [[ὀρσόλοπος]].
}}
{{elru
|elrutext='''ὀρσολοπεύω:''' и [[ὀρσολοπέω]] тревожить, мучить, терзать (τινα HH): ὀρσολοπεῖται [[θυμός]] Aesch. душа встревожена.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀρσολοπεύω''': ἢ -έω, [[ἐξερεθίζω]], μετ’ αἰτ., ἦ με βοῶν ἕνεχ’ ὧδε χολούμενος ὀρσολοπεύεις Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 308· μύθῳ ὀνειδείῳ ὀρσολοπεύει Μάξιμ. Τύρ. 107. - Παθ., θυμὸς ὀρσολοπεῖται, ἡ καρδία μου ταράσσεται, Αἰσχύλ. Πέρσ. 10.
|lstext='''ὀρσολοπεύω''': ἢ -έω, [[ἐξερεθίζω]], μετ’ αἰτ., ἦ με βοῶν ἕνεχ’ ὧδε χολούμενος ὀρσολοπεύεις Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 308· μύθῳ ὀνειδείῳ ὀρσολοπεύει Μάξιμ. Τύρ. 107. - Παθ., θυμὸς ὀρσολοπεῖται, ἡ καρδία μου ταράσσεται, Αἰσχύλ. Πέρσ. 10.
}}
{{bailly
|btext=assaillir, harceler, tourmenter.<br />'''Étymologie:''' [[ὀρσόλοπος]].
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὀρσολοπεύω:''' ή -έω, [[ερεθίζω]], [[προκαλώ]], σε Ομηρ. Ύμν. — Παθ., <i>θυμὸςὀρσολοπεῖται</i>, η [[καρδιά]] μου ταράζεται, σε Αισχύλ.
|lsmtext='''ὀρσολοπεύω:''' ή -έω, [[ερεθίζω]], [[προκαλώ]], σε Ομηρ. Ύμν. — Παθ., <i>θυμὸςὀρσολοπεῖται</i>, η [[καρδιά]] μου ταράζεται, σε Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὀρσολοπεύω:''' и [[ὀρσολοπέω]] тревожить, мучить, терзать (τινα HH): ὀρσολοπεῖται [[θυμός]] Aesch. душа встревожена.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ὀρσολοπεύω]], [or -έω]<br />to [[irritate]], [[provoke]], Hhymn.:— Pass., θυμὸς ὀρσολοπεῖται my [[heart]] is [[troubled]], Aesch.
|mdlsjtxt=[[ὀρσολοπεύω]], [or -έω]<br />to [[irritate]], [[provoke]], Hhymn.:— Pass., θυμὸς ὀρσολοπεῖται my [[heart]] is [[troubled]], Aesch.
}}
}}

Latest revision as of 10:41, 17 February 2024

English (LSJ)

or ὀρσολοπέω, irritate, provoke, c. acc., ἦ με βοῶν ἕνεχ' ὧδε χολούμενος ὀρσολοπεύεις; h.Merc.308; ὀρσολοπεύει μύθῳ ὀνειδείῳ Max. 107:—Pass., ὀρσολοπεῖται θυμός = my heart is troubled, A.Pers.10 (anap.).

German (Pape)

[Seite 387] u. ὀρσολοπέω, reizen, kränken, anfeinden, anfallen, τινά, ἦ με βοῶν ἕνεχ' ὧδε χολούμενος ὀρσολοπεύεις, H. h. Merc. 308; Phot. erkl. πολεμεῖν, λοιδορεῖν. – Pass., ὀρσολοπεῖται θυμὸς ἔσωθεν, Aesch. Pers. 10 (v.l. ὀρσοπολεῖται), was Hesych. erkl. διαπολεμεῖται, ταράσσεται. Von

French (Bailly abrégé)

assaillir, harceler, tourmenter.
Étymologie: ὀρσόλοπος.

Russian (Dvoretsky)

ὀρσολοπεύω: и ὀρσολοπέω тревожить, мучить, терзать (τινα HH): ὀρσολοπεῖται θυμός Aesch. душа встревожена.

Greek (Liddell-Scott)

ὀρσολοπεύω: ἢ -έω, ἐξερεθίζω, μετ’ αἰτ., ἦ με βοῶν ἕνεχ’ ὧδε χολούμενος ὀρσολοπεύεις Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 308· μύθῳ ὀνειδείῳ ὀρσολοπεύει Μάξιμ. Τύρ. 107. - Παθ., θυμὸς ὀρσολοπεῖται, ἡ καρδία μου ταράσσεται, Αἰσχύλ. Πέρσ. 10.

Greek Monolingual

ὀρσολοπεύω ή ὀρσολοπῶ, -έω (Α) ορσόλοπος
προκαλώ την οργή κάποιου, ταράζω, διεγείρω ερεθίζω κάποιον.

Greek Monotonic

ὀρσολοπεύω: ή -έω, ερεθίζω, προκαλώ, σε Ομηρ. Ύμν. — Παθ., θυμὸςὀρσολοπεῖται, η καρδιά μου ταράζεται, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

ὀρσολοπεύω, [or -έω]
to irritate, provoke, Hhymn.:— Pass., θυμὸς ὀρσολοπεῖται my heart is troubled, Aesch.