ἀρρεψία: Difference between revisions
From LSJ
γραμματική ἐστιν ἐμπειρία τῶν παρὰ ποιηταῖς τε καὶ συγγραφεῦσιν ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ λεγομένων → grammar is a practical knowledge of the usage of poets and writers of prose
(3) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(11 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=arrepsia | |Transliteration C=arrepsia | ||
|Beta Code=a)rreyi/a | |Beta Code=a)rreyi/a | ||
|Definition=ἡ, < | |Definition=ἡ, [[equilibrium]] of the soul, [[absence of bias]], D.L.9.74, S.E. ''P.''1.190, etc. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ας, ἡ<br />[[equilibrio]], [[tranquilidad]] del ánimo σύμβολον οὖν καὶ ἡ κάθετός ἐστιν ἀρρεψίας Hero <i>Def</i>.136.11, ἡ γὰρ σιωπὴ σύμβολόν ἐστι τῆς ἀρρεψίας Procl.<i>in Alc</i>.63, cf. <i>SB</i> 7183.3 (III a.C.), D.L.9.74, S.E.<i>P</i>.1.190. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀρρεψία:''' ἡ (душевное) равновесие, невозмутимость, безразличие Diog. L., Sext. | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ἀρρεψία''': ἡ, ἱσορροπία [[κυρίως]] τῆς ψυχῆς, ἔλλειψης ῥοπῆς ἰδιαιτέρως εἴς τι, Διογ. Λ. 9. 74, Σέξτ. Ἐμπ. Π. 1. 190, κτλ. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἀρρεψία]], η (Α)<br /><b>1.</b> η [[έλλειψη]] ροπής [[προς]] [[κάτι]]<br /><b>2.</b> η ψυχική [[ηρεμία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>α</i>- <b>στερ.</b> <span style="color: red;">+</span> <b>(θ.)</b> <i>ρεψ</i>- ([[ρέπω]])]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:39, 25 August 2023
English (LSJ)
ἡ, equilibrium of the soul, absence of bias, D.L.9.74, S.E. P.1.190, etc.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
equilibrio, tranquilidad del ánimo σύμβολον οὖν καὶ ἡ κάθετός ἐστιν ἀρρεψίας Hero Def.136.11, ἡ γὰρ σιωπὴ σύμβολόν ἐστι τῆς ἀρρεψίας Procl.in Alc.63, cf. SB 7183.3 (III a.C.), D.L.9.74, S.E.P.1.190.
Russian (Dvoretsky)
ἀρρεψία: ἡ (душевное) равновесие, невозмутимость, безразличие Diog. L., Sext.
Greek (Liddell-Scott)
ἀρρεψία: ἡ, ἱσορροπία κυρίως τῆς ψυχῆς, ἔλλειψης ῥοπῆς ἰδιαιτέρως εἴς τι, Διογ. Λ. 9. 74, Σέξτ. Ἐμπ. Π. 1. 190, κτλ.
Greek Monolingual
ἀρρεψία, η (Α)
1. η έλλειψη ροπής προς κάτι
2. η ψυχική ηρεμία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + (θ.) ρεψ- (ρέπω)].