εγγύς: Difference between revisions

From LSJ

Ἔνιοι κακῶς φρονοῦσι πράττοντες καλῶς → Multi bonis in rebus haud sapiunt beneTrotz ihres Wohlergehens denken manche schlecht

Menander, Monostichoi, 163
m (Text replacement - "<i>οι [[" to "οι [[")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>επίρρ.</b> (AM [[ἐγγύς]])<br /><b>1.</b> (για [[τόπο]]) [[κοντά]], σε μικρή [[απόσταση]]<br /><b>2.</b> (για χρόνο) [[κοντά]]<br /><b>3.</b> (για αριθμό) [[σχεδόν]], [[περίπου]], [[πάνω]] [[κάτω]]<br /><b>4.</b> (για [[ποιότητα]] ή [[ιδιότητα]]) όμοια με, όπως<br /><b>5.</b> οι [[εγγύς]]<br />οι συγγενείς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για επιρρηματικό σχηματισμό με τελικό -<i>ς</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[άλις]], [[ευθύς]] <b>κ.ά.</b>), για το οποίο υπάρχει [[αμφιβολία]] (αν [[είναι]] επιρρηματική ή ονοματική [[κατάληξη]]. Υποστηρίχτηκε ότι η λ. [[είναι]] σύνθετη με την [[πρόθεση]] <i>εν</i> και μια αρχαία αμάρτυρη [[λέξη]] για το [[χέρι]] (<b>βλ.</b> [[εγγύη]]), με αρχική σημ. «[[κάτω]] από το [[χέρι]]». Κατ' άλλους, και με [[βάση]] το λατ. <i>comminus</i> «στα χέρια [[μαζί]]», το α' συνθετικό της λ. [[είναι]] το <i>εν</i> του <i>εις</i> (<b>[[πρβλ]].</b> λατ. <i>sem</i>-<i>el</i>), ενώ άλλοι συνέδεσαν τη λ. με το [[βαίνω]]].
|mltxt=<b>επίρρ.</b> (AM [[ἐγγύς]])<br /><b>1.</b> (για [[τόπο]]) [[κοντά]], σε μικρή [[απόσταση]]<br /><b>2.</b> (για χρόνο) [[κοντά]]<br /><b>3.</b> (για αριθμό) [[σχεδόν]], [[περίπου]], [[πάνω]] [[κάτω]]<br /><b>4.</b> (για [[ποιότητα]] ή [[ιδιότητα]]) όμοια με, όπως<br /><b>5.</b> οι [[εγγύς]]<br />οι συγγενείς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για επιρρηματικό σχηματισμό με τελικό -<i>ς</i> ([[πρβλ]]. [[άλις]], [[ευθύς]] <b>κ.ά.</b>), για το οποίο υπάρχει [[αμφιβολία]] (αν [[είναι]] επιρρηματική ή ονοματική [[κατάληξη]]. Υποστηρίχτηκε ότι η λ. [[είναι]] σύνθετη με την [[πρόθεση]] <i>εν</i> και μια αρχαία αμάρτυρη [[λέξη]] για το [[χέρι]] (<b>βλ.</b> [[εγγύη]]), με αρχική σημ. «[[κάτω]] από το [[χέρι]]». Κατ' άλλους, και με [[βάση]] το λατ. <i>comminus</i> «στα χέρια [[μαζί]]», το α' συνθετικό της λ. [[είναι]] το <i>εν</i> του <i>εις</i> ([[πρβλ]]. λατ. <i>sem</i>-<i>el</i>), ενώ άλλοι συνέδεσαν τη λ. με το [[βαίνω]]].
}}
}}

Latest revision as of 08:40, 23 August 2021

Greek Monolingual

επίρρ. (AM ἐγγύς)
1. (για τόπο) κοντά, σε μικρή απόσταση
2. (για χρόνο) κοντά
3. (για αριθμό) σχεδόν, περίπου, πάνω κάτω
4. (για ποιότητα ή ιδιότητα) όμοια με, όπως
5. οι εγγύς
οι συγγενείς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για επιρρηματικό σχηματισμό με τελικό -ς (πρβλ. άλις, ευθύς κ.ά.), για το οποίο υπάρχει αμφιβολία (αν είναι επιρρηματική ή ονοματική κατάληξη. Υποστηρίχτηκε ότι η λ. είναι σύνθετη με την πρόθεση εν και μια αρχαία αμάρτυρη λέξη για το χέρι (βλ. εγγύη), με αρχική σημ. «κάτω από το χέρι». Κατ' άλλους, και με βάση το λατ. comminus «στα χέρια μαζί», το α' συνθετικό της λ. είναι το εν του εις (πρβλ. λατ. sem-el), ενώ άλλοι συνέδεσαν τη λ. με το βαίνω].