πυρίμαχος: Difference between revisions

From LSJ

μητέρα πολλῶν ἐτῶν κληροῦχον → mother having old age for her lot, mother heiress of many years

Source
m (Text replacement - "<i>ο [[" to "ο [[")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4, $7$9]")
 
Line 3: Line 3:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο, και [[πυρομάχος]], -ο / [[πυριμάχος]], -ον, και [[πυρομάχος]], -ον, ΝΑ<br />αυτός που αντέχει σε υψηλές θερμοκρασίες, στη [[φωτιά]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[πυρομάχος]]<br />ο [[πυροστάτης]], η [[πυροστιά]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «πυρίμαχα υλικά»<br /><b>τεχνολ.</b> [[χαρακτηρισμός]] υλικών που δεν παραμορφώνονται και δεν καταστρέφονται σε υψηλές θερμοκρασίες και με τα οποία κατασκευάζονται χωνευτήρια χρυσοχοΐας, κλίβανοι αποτέφρωσης, μονωτικά τοιχώματα και εστίες και, [[ιδίως]], εστίες για μεταλλουργικές χρήσεις<br /><b>αρχ.</b><br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> ο [[ορμητικός]] στη [[μάχη]] ή ο [[ανίκητος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πυρι</i>- (<b>βλ. λ.</b> <i>πυρ</i>) <span style="color: red;">+</span> -<i>μαχος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μάχομαι]]), <b>πρβλ.</b> <i>δορί</i>-<i>μαχος</i>, <i>ναυ</i>-<i>μάχος</i>].
|mltxt=-η, -ο, και [[πυρομάχος]], -ο / [[πυριμάχος]], -ον, και [[πυρομάχος]], -ον, ΝΑ<br />αυτός που αντέχει σε υψηλές θερμοκρασίες, στη [[φωτιά]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[πυρομάχος]]<br />ο [[πυροστάτης]], η [[πυροστιά]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «πυρίμαχα υλικά»<br /><b>τεχνολ.</b> [[χαρακτηρισμός]] υλικών που δεν παραμορφώνονται και δεν καταστρέφονται σε υψηλές θερμοκρασίες και με τα οποία κατασκευάζονται χωνευτήρια χρυσοχοΐας, κλίβανοι αποτέφρωσης, μονωτικά τοιχώματα και εστίες και, [[ιδίως]], εστίες για μεταλλουργικές χρήσεις<br /><b>αρχ.</b><br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> ο [[ορμητικός]] στη [[μάχη]] ή ο [[ανίκητος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πυρι</i>- (<b>βλ. λ.</b> <i>πυρ</i>) <span style="color: red;">+</span> -<i>μαχος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μάχομαι]]), [[πρβλ]]. [[δορίμαχος]], [[ναυμάχος]]].
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''πῠρίμᾰχος:''' (ῐ) огнеупорный ([[λίθος]] Arst.).
|elrutext='''πῠρίμᾰχος:''' (ῐ) огнеупорный ([[λίθος]] Arst.).
}}
}}

Latest revision as of 16:54, 9 May 2023

German (Pape)

[Seite 822] feurig im Kampfe. – Auch = mit dem Feuer kämpfend, von einer Steinart, die dem Feuer widersteht, Arist. Meteor. 4, 6; bei Theophr. πυρομάχος.

Greek Monolingual

-η, -ο, και πυρομάχος, -ο / πυριμάχος, -ον, και πυρομάχος, -ον, ΝΑ
αυτός που αντέχει σε υψηλές θερμοκρασίες, στη φωτιά
νεοελλ.
1. το αρσ. ως ουσ. ο πυρομάχος
ο πυροστάτης, η πυροστιά
2. φρ. «πυρίμαχα υλικά»
τεχνολ. χαρακτηρισμός υλικών που δεν παραμορφώνονται και δεν καταστρέφονται σε υψηλές θερμοκρασίες και με τα οποία κατασκευάζονται χωνευτήρια χρυσοχοΐας, κλίβανοι αποτέφρωσης, μονωτικά τοιχώματα και εστίες και, ιδίως, εστίες για μεταλλουργικές χρήσεις
αρχ.
(κατά τον Ησύχ.) ο ορμητικός στη μάχη ή ο ανίκητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι- (βλ. λ. πυρ) + -μαχος (< μάχομαι), πρβλ. δορίμαχος, ναυμάχος].

Russian (Dvoretsky)

πῠρίμᾰχος: (ῐ) огнеупорный (λίθος Arst.).