ακροφανής: Difference between revisions

From LSJ

Θεὸς συνεργὸς πάντα ποιεῖ ῥᾳδίως → Rem facile quamvis peragit adiutor deus → Wirkt Gott als unser Partner, macht er alles leicht

Menander, Monostichoi, 237
m (Text replacement - "<i>η [[" to "η [[")
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές (Α ἀκροφανὴς)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(το θηλ. ως ουσ. στη Ναυτ. [[ορολογία]]) η [[ακροφανής]]<br />η [[ακτή]] που [[μόλις]] διαφαίνεται στο [[βάθος]] του ορίζοντα<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που [[μόλις]] διακρίνεται στην [[άκρη]] ή στην [[κορυφή]] του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀκρο</i>- (ΙΙ) <span style="color: red;">+</span> -<i>φανὴς</i> <span style="color: red;"><</span> <i>ἐφάνην</i>, [[φαίνομαι]]].
|mltxt=-ές (Α ἀκροφανὴς)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(το θηλ. ως ουσ. στη Ναυτ. [[ορολογία]]) η [[ακροφανής]]<br />η [[ακτή]] που [[μόλις]] διαφαίνεται στο [[βάθος]] του ορίζοντα<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που [[μόλις]] διακρίνεται στην [[άκρη]] ή στην [[κορυφή]] του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀκρο</i>- (ΙΙ) <span style="color: red;">+</span> -<i>φανὴς</i> <span style="color: red;"><</span> <i>ἐφάνην</i>, [[φαίνομαι]]].
}}
}}

Latest revision as of 23:00, 29 December 2020

Greek Monolingual

-ές (Α ἀκροφανὴς)
νεοελλ.
(το θηλ. ως ουσ. στη Ναυτ. ορολογία) η ακροφανής
η ακτή που μόλις διαφαίνεται στο βάθος του ορίζοντα
αρχ.
αυτός που μόλις διακρίνεται στην άκρη ή στην κορυφή του.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀκρο- (ΙΙ) + -φανὴς < ἐφάνην, φαίνομαι].