χειμωνιάτικος: Difference between revisions

From LSJ

Ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → But for extreme illnesses, extreme remedies, applied with severe exactitude, are the best (Hippocrates, Aphorism 6)

Source
m (Text replacement - "<i>τα [[" to "τα [[")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο, Ν<br /><b>1.</b> [[χειμερινός]]<br /><b>2.</b> (για ρούχα) [[κατάλληλος]] για τον χειμώνα<br /><b>3.</b> (για φρούτα) αυτός που εμφανίζεται τον χειμώνα<br /><b>4.</b> <b>(σπάν.)</b> (<b>για πρόσ.</b>) αυτός που εμφανίζεται με χειμερινή [[αμφίεση]] («πολύ [[χειμωνιάτικος]] ήλθες [[σήμερα]])<br /><b>5.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) τα [[χειμωνιάτικα]]<br />ρούχα ή στρωσίδια για τον χειμώνα. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[χειμωνιάτικα]] Ν<br />στη [[μέση]] του χειμώνα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χειμώνας]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιάτικος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>καλοκαιρ</i>-<i>ιάτικος</i>)].
|mltxt=-η, -ο, Ν<br /><b>1.</b> [[χειμερινός]]<br /><b>2.</b> (για ρούχα) [[κατάλληλος]] για τον χειμώνα<br /><b>3.</b> (για φρούτα) αυτός που εμφανίζεται τον χειμώνα<br /><b>4.</b> <b>(σπάν.)</b> (<b>για πρόσ.</b>) αυτός που εμφανίζεται με χειμερινή [[αμφίεση]] («πολύ [[χειμωνιάτικος]] ήλθες [[σήμερα]])<br /><b>5.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) τα [[χειμωνιάτικα]]<br />ρούχα ή στρωσίδια για τον χειμώνα. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[χειμωνιάτικα]] Ν<br />στη [[μέση]] του χειμώνα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χειμώνας]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιάτικος</i> ([[πρβλ]]. [[καλοκαιριάτικος]])].
}}
}}

Latest revision as of 16:52, 11 May 2023

Greek Monolingual

-η, -ο, Ν
1. χειμερινός
2. (για ρούχα) κατάλληλος για τον χειμώνα
3. (για φρούτα) αυτός που εμφανίζεται τον χειμώνα
4. (σπάν.) (για πρόσ.) αυτός που εμφανίζεται με χειμερινή αμφίεση («πολύ χειμωνιάτικος ήλθες σήμερα)
5. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα χειμωνιάτικα
ρούχα ή στρωσίδια για τον χειμώνα.
επίρρ...
χειμωνιάτικα Ν
στη μέση του χειμώνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χειμώνας + κατάλ. -ιάτικος (πρβλ. καλοκαιριάτικος)].