ρύσιος: Difference between revisions
From LSJ
μή, φίλα ψυχά, βίον ἀθάνατον σπεῦδε, τὰν δ' ἔμπρακτον ἄντλει μαχανάν → Oh! my soul do not aspire to eternal life, but exhaust the limits of the possible. | Do not yearn, O my soul, for immortal life! Use to the utmost the skill that is yours. | Do not, my soul, strive for the life of the immortals, but exhaust the practical means at your disposal.
m (Text replacement - "<i>τὰ [[" to "τὰ [[") |
(CSV import) |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ον, Α [[ῥῡσις]]<br /><b>1.</b> αυτός που σώζει, που απολυτρώνει, που απελευθερώνει<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b | |mltxt=-ον, Α [[ῥῡσις]]<br /><b>1.</b> αυτός που σώζει, που απολυτρώνει, που απελευθερώνει<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> τὸ [[ῥύσιον]] α) ευχαριστήρια [[θυσία]] [[προς]] τους θεούς για [[σωτηρία]] από νόσο ή από κίνδυνο («ὠδίνων [[ῥύσια]]», <b>Ανθ. Παλ.</b>)<br />β) (<b>το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.</b>) τὰ [[ῥύσια]]<br />[[σωτηρία]], [[απολύτρωση]], [[απελευθέρωση]]. | ||
}} | |||
{{mantoulidis | |||
|mantxt=(=αὐτός πού σώζει). Ἀπό τό [[ρύομαι]], ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 15:05, 14 October 2022
Greek Monolingual
-ον, Α ῥῡσις
1. αυτός που σώζει, που απολυτρώνει, που απελευθερώνει
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ῥύσιον α) ευχαριστήρια θυσία προς τους θεούς για σωτηρία από νόσο ή από κίνδυνο («ὠδίνων ῥύσια», Ανθ. Παλ.)
β) (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τὰ ῥύσια
σωτηρία, απολύτρωση, απελευθέρωση.
Mantoulidis Etymological
(=αὐτός πού σώζει). Ἀπό τό ρύομαι, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.