ρύσιος: Difference between revisions

From LSJ

Ξίφος τιτρώσκει σῶμα, τὸν δὲ νοῦν λόγος → Ut corpus ensis, verba mentem sauciant → Das Schwert verletzt den Körper, doch den Sinn das Wort

Menander, Monostichoi, 393
m (Text replacement - "<i>τὸ [[" to "τὸ [[")
(CSV import)
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α [[ῥῡσις]]<br /><b>1.</b> αυτός που σώζει, που απολυτρώνει, που απελευθερώνει<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> τὸ [[ῥύσιον]] α) ευχαριστήρια [[θυσία]] [[προς]] τους θεούς για [[σωτηρία]] από νόσο ή από κίνδυνο («ὠδίνων [[ῥύσια]]», <b>Ανθ. Παλ.</b>)<br />β) (<b>το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.</b>) τὰ [[ῥύσια]]<br />[[σωτηρία]], [[απολύτρωση]], [[απελευθέρωση]].
|mltxt=-ον, Α [[ῥῡσις]]<br /><b>1.</b> αυτός που σώζει, που απολυτρώνει, που απελευθερώνει<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> τὸ [[ῥύσιον]] α) ευχαριστήρια [[θυσία]] [[προς]] τους θεούς για [[σωτηρία]] από νόσο ή από κίνδυνο («ὠδίνων [[ῥύσια]]», <b>Ανθ. Παλ.</b>)<br />β) (<b>το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.</b>) τὰ [[ῥύσια]]<br />[[σωτηρία]], [[απολύτρωση]], [[απελευθέρωση]].
}}
{{mantoulidis
|mantxt=(=αὐτός πού σώζει). Ἀπό τό [[ρύομαι]], ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
}}
}}

Latest revision as of 15:05, 14 October 2022

Greek Monolingual

-ον, Α ῥῡσις
1. αυτός που σώζει, που απολυτρώνει, που απελευθερώνει
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ῥύσιον α) ευχαριστήρια θυσία προς τους θεούς για σωτηρία από νόσο ή από κίνδυνο («ὠδίνων ῥύσια», Ανθ. Παλ.)
β) (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τὰ ῥύσια
σωτηρία, απολύτρωση, απελευθέρωση.

Mantoulidis Etymological

(=αὐτός πού σώζει). Ἀπό τό ρύομαι, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.