άτομος: Difference between revisions
From LSJ
πενία μόνα τὰς τέχνας ἐγείρει → poverty alone promotes skilled work, necessity is the mother of invention, necessity is the mother of all invention, poverty is the mother of invention, out of necessity comes invention, out of necessity came invention, frugality is the mother of invention
m (Text replacement - "<i>ἡ [[" to "ἡ [[") |
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἄτομος]], -ον (AM)<br /><b>1.</b> [[άρτιος]], [[ανελλιπής]]<br /><b>2.</b> αυτός που δεν κόπηκε ή δεν [[είναι]] δυνατόν να κοπεί<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> άπειρα [[μικρός]], [[απειροελάχιστος]]<br /><b>2.</b> <b>(λογ.)</b> αυτός που δεν υπόκειται σε [[περαιτέρω]] [[λογική]] [[διαίρεση]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «ἐν ἀτόμῳ» — [[αμέσως]], σε μια [[στιγμή]]<br /><b>4.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> ἡ [[ἄτομος]]<br />το [[άτομο]]<br /><b>5.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <b>βλ.</b> [[άτομο]].<br />[<b><span style="color: brown;"> | |mltxt=[[ἄτομος]], -ον (AM)<br /><b>1.</b> [[άρτιος]], [[ανελλιπής]]<br /><b>2.</b> αυτός που δεν κόπηκε ή δεν [[είναι]] δυνατόν να κοπεί<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> άπειρα [[μικρός]], [[απειροελάχιστος]]<br /><b>2.</b> <b>(λογ.)</b> αυτός που δεν υπόκειται σε [[περαιτέρω]] [[λογική]] [[διαίρεση]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «ἐν ἀτόμῳ» — [[αμέσως]], σε μια [[στιγμή]]<br /><b>4.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> ἡ [[ἄτομος]]<br />το [[άτομο]]<br /><b>5.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <b>βλ.</b> [[άτομο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>α</i>- <b>στερ.</b> <span style="color: red;">+</span> -<i>τομος</i> <span style="color: red;"><</span> [[τέμνω]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 22:18, 29 December 2020
Greek Monolingual
ἄτομος, -ον (AM)
1. άρτιος, ανελλιπής
2. αυτός που δεν κόπηκε ή δεν είναι δυνατόν να κοπεί
αρχ.
1. άπειρα μικρός, απειροελάχιστος
2. (λογ.) αυτός που δεν υπόκειται σε περαιτέρω λογική διαίρεση
3. φρ. «ἐν ἀτόμῳ» — αμέσως, σε μια στιγμή
4. το θηλ. ως ουσ. ἡ ἄτομος
το άτομο
5. το ουδ. ως ουσ. βλ. άτομο.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < α- στερ. + -τομος < τέμνω.