Μεγάβυζος: Difference between revisions

From LSJ

διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)

Source
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[Μεγάβυζος]] και [[Μεγάβυξος]], ὁ (Α)<br /><b>1.</b> περσικό κύριο όνομα («τοῦ Μεγαβύζου παιδὶ Ζωπύρῳ», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[τίτλος]] στρατηγών και ιερέων («ἱερέας δ'... εἶχον οὕς ἐκάλουν Μεγαβύζους», <b>Στράβ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Περσικό κύριο όνομα που αργότερα έγινε [[τίτλος]] στρατηγών και ιερέων (<i>Bagabukhša</i> «ο από θεού ελευθερωθείς»)].
|mltxt=[[Μεγάβυζος]] και [[Μεγάβυξος]], ὁ (Α)<br /><b>1.</b> περσικό κύριο όνομα («τοῦ Μεγαβύζου παιδὶ Ζωπύρῳ», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[τίτλος]] στρατηγών και ιερέων («ἱερέας δ'... εἶχον οὕς ἐκάλουν Μεγαβύζους», <b>Στράβ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Περσικό κύριο όνομα που αργότερα έγινε [[τίτλος]] στρατηγών και ιερέων (<i>Bagabukhša</i> «ο από θεού ελευθερωθείς»)].
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''Μεγάβυζος:''' ὁ Мегабиз<br /><b class="num">1)</b> персидский наместник в Аравии Xen.;<br /><b class="num">2)</b> неокор, т. е. смотритель храма Артемиды Эфесской Xen.
|elrutext='''Μεγάβυζος:''' ὁ Мегабиз<br /><b class="num">1</b> персидский наместник в Аравии Xen.;<br /><b class="num">2</b> неокор, т. е. смотритель храма Артемиды Эфесской Xen.
}}
{{gpnames
|gpntxt=APers. <b>Bagabuxša ; Ba[gab]uxša nāma [Dātu]hyahyā puθ<sup>r</sup>a Pārsa</b>, <i>[[Megabyzus]] by [[name]], the son of Dātuhya, a Persian</i> (Bh. 4,85). APers. <b>[[baga]]</b>, <i>[[god]]</i>, YAv. <b>baγa</b> (MPers. <b>baγ</b>) + *<b>buxša</b>, fr. *<b>buj</b>, YAv. <b>buj</b> (MPers. <b>bōxtan</b>), <i>to [[free]]</i> (Tolman, <i>Lex. and Texts</i>, 113).
}}
}}

Latest revision as of 13:35, 25 November 2022

Greek Monolingual

Μεγάβυζος και Μεγάβυξος, ὁ (Α)
1. περσικό κύριο όνομα («τοῦ Μεγαβύζου παιδὶ Ζωπύρῳ», Ηρόδ.)
2. τίτλος στρατηγών και ιερέων («ἱερέας δ'... εἶχον οὕς ἐκάλουν Μεγαβύζους», Στράβ.).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Περσικό κύριο όνομα που αργότερα έγινε τίτλος στρατηγών και ιερέων (Bagabukhša «ο από θεού ελευθερωθείς»)].

Russian (Dvoretsky)

Μεγάβυζος: ὁ Мегабиз
1 персидский наместник в Аравии Xen.;
2 неокор, т. е. смотритель храма Артемиды Эфесской Xen.

Greco-Persian Names

APers. Bagabuxša ; Ba[gab]uxša nāma [Dātu]hyahyā puθra Pārsa, Megabyzus by name, the son of Dātuhya, a Persian (Bh. 4,85). APers. baga, god, YAv. baγa (MPers. baγ) + *buxša, fr. *buj, YAv. buj (MPers. bōxtan), to free (Tolman, Lex. and Texts, 113).